tag:blogger.com,1999:blog-7156790887237160602024-02-07T18:11:12.061-08:00Unsteady StepFiction and Non Fiction Stories by Christos HadjipapasChristos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.comBlogger105125tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-9692828739724001782014-09-28T09:31:00.002-07:002014-09-28T09:35:20.986-07:00Book Review for the Turskish edition of The Unsteady Step (in Greek)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
</div>
Gurgenc Korkmazel,<p>
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ
ΤΟ ΑΣΤΑΘΕΣ ΒΗΜΑ του ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ<p>
<p>
Μην έχοντας καμιά διάθεση αυτοκριτικής, αιτιόμαστε συνήθως τους Εγγλέζους, τις ΗΠΑ, την Τουρκία ή και την Ελλάδα για ό,τι συνέβηκε στην Κύπρο. Δεν μας βαραίνει καμιά ευθύνη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μας ούτε και καμιά ενοχή. Ούτε οι Τουρκοκύπριοι (Τ/κ) ούτε οι Ελληνοκύπριοι (Ε/κ) νιώθουν αυτή την ανάγκη, ίσως επειδή η πλειονότητα των πολιτών αυτού του νησιού σκέφτεται στενόμυαλα. Μόνο η λογοτεχνία και η Τέχνη γενικότερα μπορούν να διδάξουν στον κόσμο την αυτοκριτική και εξ αυτής να ανοίξει ο δρόμος εξόδου από αυτό τον αυτοεγκλωβισμό.
Το ασταθές βήμα ήδη από τον τίτλο του προδιαθέτει γι’ αυτό και αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς πρέπει να πορευτούμε.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας Ε/κ διηγηματογράφος μεταφράζεται στα Τούρκικα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο βιβλίο διηγημάτων που να περιγράφει τόσο ανάγλυφα για το πώς η Κύπρος έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση, τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, την κυπριακή ταυτότητα, μα και την ψυχολογία των Ε/κ.
Την πλειονότητα των διηγημάτων σ’ αυτό το βιβλίο του Χατζήπαπα την αποτελούν διηγήματα από το Ασταθές βήμα, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 2009. Παράλληλα, έξι διηγήματα έχουν επιλεγεί από τρία άλλα βιβλία διηγημάτων του, Το μεγάλο ψέμα, (1981), Εντελώς φυσιολογικός (1984) και το Έρως εν καμίνω (2001).
Στα περισσότερα διηγήματα του ο Χρίστος Χατζήπαπας καταγράφει μνήμες και εμπειρίες του. Οι ιστορίες του είτε αντλούν είτε αναφέρονται στη μυθολογία και την ιστορία, καταγράφοντας κοινωνικά προβλήματα και θέματα. Ωστόσο, αν και η βάση των διηγημάτων του είναι η πραγματικότητα, η οροφή τους βρίσκεται ανάμεσα σε σύννεφα φαντασίας. Ο συγγραφέας παίζει ένα παιγνίδι ανάμεσα στα όρια του ρεαλιστικού και του φανταστικού, ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Όπου ο αναγνώστης έκπληκτος και ενίοτε κατάπληκτος κινείται ανάμεσα σ’ αυτές τις αντιφάσεις και αντιθέσεις.
Ο Χατζήπαπας είναι ένας αθυρόστομος συγγραφέας. Περισσότερο από κάθε άλλο τα διηγήματά του διακρίνονται για το κριτικό τους ύφος, προσεγγίζοντας με καυστικό πνεύμα την αδικία, την ανισότητα και την επιβολή. Τα βάζει με τη θρησκεία, το κράτος και άλλους θεσμούς. Ακόμη, οι «ήρωες» των διηγημάτων του κουνούν το δάχτυλο πρωτίστως στον εαυτό τους. Ασκώντας κριτική, ο μύθος του ταλαντεύεται ανάμεσα στην ειρωνεία και διαφορετικές δόσεις χιούμορ. Μερικά διηγήματά του μπορούν να μετατρέψουν κάποιο συναίσθημα σε χαμόγελο, κινητοποιώντας και τους πενήντα εφτά μυώνες του προσώπου.
Στα διηγήματά του ο συγγραφέας στηρίζει την κυπριακή ταυτότητα και αυθεντικότητα μέχρι τέλους. Ειδικότερα σε κάποιους διάλογους αφήνει περιθώριο στην ντοπιολαλιά και το ιδίωμα.
Τα διηγήματα του Χατζήπαπα αντιπροσωπεύουν την ενοχή και τη συνείδηση απέναντι στα εγκλήματα που έχουν διαπραχτεί και τις τραγωδίες που έζησε η Κύπρος στην πρόσφατη ιστορία της.
Ωστόσο, τα πολιτικά διηγήματα του Χατζήπαπα είναι επίσης ερωτικά (Πολιτικά – ερωτικά, λογοτεχνικό είδος που τόσο αρμόζει στην Κύπρο!). Ιδιαίτερα τα διηγήματα από τις δύο τελευταίες συλλογές (Έρως εν καμίνω και Το ασταθές βήμα), αποπνέουν ένα ερωτισμό έλξης /έντασης ανάμεσα αρσενικού και θηλυκού, ερωτικά εν γένει.
Έχω την άποψη πως ο Χρίστος Χατζήπαπας είναι ο καλύτερος ζων διηγηματογράφος στην Κύπρο. Πιστεύω ακόμη πως το βιβλίο του θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Τ/κ συγγραφείς.
Όπως ήδη γνωρίζουμε, οι δυο κοινότητες αγνοούν η μια τη λογοτεχνία και την Τέχνη της άλλης. Έτσι στο δρόμο για τη λύση και την επανένωση του νησιού, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πρόσθετη ευκαιρία, χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα έργα και μεταφράσεις σαν αυτό το βιβλίο.
Αυτό είναι μονάχα η αρχή. Στο αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να εκδοθούν κι άλλες μεταφράσεις έργων, πράγμα που πιστεύω ότι θα μας φέρει πιο κοντά τον ένα στον άλλο.
Από το τουρκοκυπριακό περιοδικό Gaile, 7 Ιουνίου 2014.
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-32948852695536366762014-09-28T09:28:00.001-07:002014-09-28T09:28:52.120-07:00Book Review of The Unsteady Step of the Turskish Edition (in English)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
</div>
FIRST GREEK CYPRIOT SHORT-STORY BOOK IN TURKISH: UNSTEADY STEPS
Bearing no signs of self-criticism, we carry on blaming England, the USA, Turkey and/or Greece for what happened in Cyprus. Most of us feel no responsibility for our near past and do not feel guilty.
Neither the Turkish Cypriots, nor the Greek Cypriots do this; mainly because the majority of the people on this island are narrow-minded. Only literature and art can teach people self-criticism and hence, help them find their way out of this narrow-mindedness.
The aforementioned book in the title of this writing is a very fine example to this kind of work.
This is the first time a Greek Cypriot short-story, writer’s book has been translated into Turkish. I can’t think of a better short-story book to describe the situation which Cyprus has been dragged into, the occurrences of the near past, the Cypriot identity (and the psychology of the Greek Cypriots).
The majority of the short-stories in this book have been taken from Hristos Hacipapas’ last short-story book, Unsteady Step which was published in Athens in 2009. Besides, six short-stories selected from his three short-story books The Great Lie (1981), Absolutely Normal (1984) and Eros in the Furnace (2001) have been included.
In most of his stories Hacipapas writes of his memories or personal experiences. His stories either feed off from or make references to mythology and history. Social problems and matters are the main subjects of his stories.
Although the base of his short-stories is reality, the roof is among clouds of fantasy. The writer plays with the limitations of reality and imagination, the state of awakening and dreaming. Whereas the reader, surprised, sometimes astonished, moves between these contradictions and contrasts.
Hacipapas is a sharp-tongued writer. More than anything, his short-stories are critical. He always approaches inequality, unfairness and dominance with criticism. He picks on religion, the state and order. Still, the ‘heroes’ in his short-stories all point the finger of criticism firstly towards themselves. When criticising, the pendulum of the story moves between irony and various doses of humour. Some short-stories can transform a certain emotion to a smile, moving all fifty seven muscles.
In his short-stories he supports the Cypriot identity and authenticity until the end. Especially in the dialogues, he gives room to the native tongue, dialect a lot.
Hacipapas’ short-stories represent the guilt and conscious felt towards the crimes committed, the tragedies experienced in Cyprus in the recent history.
However political Hacipapas’ short-stories are, they are also erotic (Political-erotic, a genre so suitable for Cyprus!) Especially the short-stories in his two last books (Eros in the Furnace and Unsteady Step) hold many sexual references, the sexual attraction/tension between male-female, being erotic in general.
I think Hristos Hacipapas is the best living short-story writer in Cyprus. And I believe this will be an inspirational book for Turkish Cypriot writers.
As we already know, both communities are ignorant to each other’s literature and art in Cyprus. Therefore, on the way to an agreement and reunion, in order to create a change, we need more and more works and translations like this one.
This is just the beginning; in the near future more translations will be published and I believe this will bring us closer to each other.
Gürgenç Korkmazel7 Haziran 2014 Cumartesi, Gaile magazineChristos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-60451084635370749302014-09-28T09:12:00.001-07:002014-09-28T09:12:37.663-07:00 Σύντομο βιογραφικό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
</div>
Ο Χρίστος Χατζήπαπας γεννήθηκε το 1947. Σπούδασε Κτηνιατρική στη Σόφια όπου έκανε μεταπτυχιακά.
Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα. Τέσσερα από τα βιβλία του τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο. Το μυθιστόρημά του «Στο μάτι του φιδιού» (εκδ. Καστανιώτης) μεταφράστηκε στα βουλγάρικα ενώ μια άλλη συλλογή, επιλογή από τα άλλα του βιβλία, στα αγγλικά, υπό τον τίτλο «Like a discus thrower”. H τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Το ασταθές βήμα» (εκδ. Γαβριηλίδης), μεταφράστηκε στα βουλγάρικα, στα γαλλικά και στα τούρκικα.
Ξεχωριστά διηγήματά του και ποιήματα μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του «Τα πηγάδια της Ιστορίας», εκδ. Γαβριηλίδης, παρουσιάστηκε στις «Μέρες ποίησης», στο Πολύεδρο, Πάτρα, τον περασμένο Μάη.
Διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-35757680172105244772014-09-22T13:30:00.002-07:002014-11-24T09:41:19.261-08:00ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
Το πρόβλημά του ήταν που κατάφερε πια να είναι κάπως ξεκομμένος από τα μαλακισμένα τεκταινόμενα των περιοίκων. Του κόσμου, γενικά, δηλαδή. Κι αυτό ήταν μέρος της ευτυχίας του. Πίστευε σε λιγότερα πράγματα απ’ όσα άλλοι, πίστευε σε άλλα, εν πολλοίς ανώφελα, και που οι γύρω του σνόμπαραν ή κυρίως αγνοούσαν. Κάκιζε, βεβαίως, τον εαυτό του που βαθμιαία γελούσε για λιγότερους λόγους, όντας μάλιστα ο ίδιος ανέκαθεν εμπειρικά και συνειδησιακά πεπεισμένος πως το γέλιο ζωογονεί. Μα και πάλι, πίστευε σταθερά πως το να ζεις, εξαντλεί τη δυνατότητα της ζωής, πως η ζωή κάνει κακό στην υγεία.
Άρτι αφυπηρετήσας, ζούσε σεμνά, σχεδόν μόνος, αν εξαιρέσεις μια έκφανση αλλιώτικη και μια ελπίδα, μαζί με τα βιβλία του στο υπνοδωμάτιο και το γραφείο του στο σπίτι, που κάποια παραπονιούνταν γιατί μένανε ακόμη ανέπαφα, αψηλάφητα, μόλο που τους το είχε υποσχεθεί άμα τη παραλαβή τους κάποτε, άμα τη αγορά τους, πως θα συναντηθούν εν ευθέτω χρόνω και θ’ αγγιχτούν και θα ψηλαφηθούν ως τους άρμοζε. Δεν πρόφταινε όμως, δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του κι ένιωθε ενοχές, κρύβοντας κάποια πίσω από άλλα, μην τον κοιτούν με το πρωινό ξύπνημα και του τύπτουν τη συνείδηση. Σ’ αυτή την ηλικία θα προτιμούσε να την έχει ήσυχη, να την καλοκρατεί. Να αισθάνεται ήρεμος και ιλαρός, όταν το γέλιο δεν του έβγαινε. Και του έλειπε. Έπρεπε να περπατά κιόλας, χάνοντας κάποιο δημιουργικό χρόνο, για να ξεγελά τα πόδια του σε μια αναμονή κάποιου φευγιού ή ερχομού ακόμη. Καθόλου όμως μοιρολατρικά. Δε θα ήθελε επ’ ουδενί να βρεθεί στη θέση εκείνου που, στον ύπνο του, μπροστά σε μια εφιαλτική απειλή, παλεύει εις μάτην να ανακτήσει δυνάμεις, να διαφύγει. Αυτό θα ’ταν το χειρότερο. Το αδιέξοδο τού να διαφύγει κανείς. Φύλαγε δηλαδή τα ρούχα του, παρότι κάπνιζε ακόμη κάποια τσιγαράκια, από μια αρχαία εφηβική συνήθεια καταστροφική, διακεκομμένη ενίοτε σε ευτυχείς εύδιες μέρες κι επανακάμπτουσα σε μέρες θλίψης, που πλήθαιναν όσο ο καιρός λεηλατούσε ανερώτητα στο πέρασμά του τα εναπομένοντα. Είχε ψυχίατρους φίλους, τουλάχιστον δύο πραγματικούς, αλλά ποτέ δε τους επισκέφτηκε στο ιατρείο, γιατί πίστευε κάπως στη θλίψη του• πως η λύπη είναι ένα ευγενικό αέριο που, διαχεόμενο μέσα στο τσούρμο της υπερφίαλης γύρω ευφορίας, τη συνεφέρνει. Μαζί με το κρασί, το κόκκινο κρασί. Το κρασί ενάντια στην ευωχία, ω αντίφαση! Του άρεσε όμως. Όπως στο τραγούδι:
Κάνε καρδιά μου υπομονή
ώσπου να ’ρθει η δύση,
και μες στο κόκκινο κρασί
η λύπη σου να σβήσει.
Αχ, η υπέροχη λύπη! Του άρεζαν όμως γενικά οι αντιφάσεις. Ξεχείλιζε δυο ποτηράκια, κάποτε τρία, υπερβαίνοντας οριακά τις ιατρικές συστάσεις. Σαν ιεροτελεστία, κάθε βράδυ. Το πρώτο το μοιραζόταν κάποτε με την κόρη του, που ερχόταν να επαναπατρίσει τον γιο της, τον μικρό Νέστορα, που τον παραλάμβανε αυτός στη μία από το νηπιαγωγείο. Τον τάιζε και τον κοίμιζε το μεσημέρι με παραμύθια δικής του επινόησης, όταν τα βιβλία αποτύγχαναν να μετακαλέσουν έγκαιρα τον Μορφέα να διεκπεραιώσει το έργο της σιέστας, που την είχαν και οι δύο ανάγκη. Τρεις φορές τη βδομάδα. Κάποτε και πιο πολλές, ανάλογα με την εκπεφρασμένη νοσταλγία αμφοτέρων. «Μου έλειψες, παππού», του έλεγε κι αυτό ήταν αρκετό.
Ξυπνούσε νωρίς. Άλλο ψέμα κι αυτό. Μιλάμε για τις επτά, επτάμιση, αφού πήγαινε για ύπνο συνήθως μετά τις μία. Αν του έδινε, βέβαια, την άδεια το βιβλίο που σερνόταν μαζί του στο κρεβάτι. Γιατί, με όσα βιβλία διάβαζε στο διπλανό γραφείο, οι σχέσεις τους ήταν τυπικές. Σχέσεις αλληλοσεβασμού. Ενώ τα πρώτα αποκτούσαν μια αυτοπεποίθηση και είχαν την τρυφερότητα ερωμένης, οπότε παραβίαζαν συχνά τα συμβατά. Του θύμιζε αυτή η κατάσταση ένα μουρλό αναγνώστη που, τελειώνοντας ενθουσιωδώς ένα βιβλίο αργά το βράδυ, έψαχνε τον συγγραφέα του, σε άλλη ήπειρο, ποιος ξέρει, σε ώρα ακατάλληλη πάντως, για να του πει: το γ... μόλις το βιβλίο σας. Υπονοώντας πως είχε κάνει έρωτα μαζί του, το ερωτεύτηκε, αλλά το έλεγε κάπως άγαρμπα μέσα στον ενθουσιασμό του. Ακόμη και οι ευγενικοί, λεπτοί άνθρωποι ξεπέφτουν κάποτε σε χοντράδες όταν γίνουν ένθεοι, σαν μαινάδες συμπεριφέρονται κάποιοι καλοί άνθρωποι, με το να τους δειχτεί ο Διόνυσος. Γίνονται Πάνες, κατά κάποιο τρόπο. Έτσι το εξήγησε και ο ίδιος ο αναγνώστης, επικρίνοντας τα εκφραστικά του μέσα της προηγούμενης νύχτας. Μα την επομένη περιέπεσε πάλι στο ίδιο ολίσθημα: το γάμησα μόλις το βιβλίο σας. Δικαιολογώντας το κιόλας πως τα πιο τρυφερά κατά τον οργασμό εκφράζονται με τα πιο χυδαία λόγια. Ευτυχώς όμως το διαδίκτυο τού έκοψε τη φόρα. Τεθνεώς ο συγγραφέας και τελών, φυσικά, εδώ και τρία χρόνια, μακράν παντός σαρκικού και, με τη στενότερη έννοια, πνευματικού. Όντας ο ίδιος πνεύμα πια. Αχ, αυτές οι αντιφάσεις! Κάποτε κιόλας, σαν γινόταν πολύ αργά, έτυχε να μετέρχεται μεθόδων όχι τόσο ευγενικών μαζί τους, γνωρίζοντας καλά την εκδίκηση των εραστών: πως η πιο γνήσια αγάπη μπορεί να μεταστραφεί σε αποστροφή και μίσος ακόμη. Απίστευτο, απίστευτο. Αντιφάσεις ζωής. Και μ’ αυτή τη σκέψη έμεινε μαζί του ώς τις τρεις το πρωί. Οπότε, βεβαίως, δύσκολο να κατεβεί στα υπόγεια του ύπνου.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βάζει το ραδιόφωνο. Προτιμά προγράμματα που δεν καθοδηγούνται από κάποιον παραγωγό που, για να σου παίξει ένα τραγούδι που να αξίζει, σου το βγάζει ξινό. Θα πρέπει να υποστείς χίλια δεινά και λαϊκισμούς, με τους απανταχού άυπνους ώς και με τους ομογενείς της Αυστραλίας, Βρετανίας και πάσης Ιουστινιανής. Αν και αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, και την κάνουν καλά, τρέφοντας τους νοσταλγούς με λίγη πατρίδα, που δεν υπάρχει πια όπως την ήξεραν. Προτιμά όμως τις εκπομπές που έχουν μια σταθερή ροή καλού ελληνικού τραγουδιού μέχρι τις 6.00 το πρωί, που θα ενσκήψουν πάλι οι πολιτικοί. Είναι η ώρα που κι ο ίδιος σηκώνεται να κατουρήσει, οπότε τραβάει το καζανάκι και συνεχίζει τον ύπνο του για λίγο ακόμη. Κάποτε, μάλιστα, έχει και χρόνο να τους ονειρευτεί, μέσα εκεί, φαντάσου, σαν τους τεσσαράκοντα μάρτυρες στην παγωμένη λίμνη, ερίζοντας ενίοτε, οι καημενούληδες, σε θολωμένα νερά. Κάποτε κιόλας νιώθει τύψεις για ένα τόσο βλάσφημο κι αν-ορθόδοξο όνειρο, αφού εκείνοι μαρτύρησαν για την πίστη, όπως αυτοί εδώ. Μολονότι, άσε, άσε! Όπως και να ’χει, η τοιχογραφία διατίθεται προς θέαση στον πρόναο της εκκλησούλας της Ασίνου. Αριστερά, λοξώς απέναντι από τους μικροαπατεώνες της εποχής, τους αμαρτωλούς της πεντάρας: τους παραυλακιστές, τους παραζυγιστές και τους παραμυλωνάδες, που τους κατατρών φίδια και ακοίμητα σκουλήκια. Κλείνοντας, όμως, το μάτι τα ιδιοτελή φίδια και σκουλήκια στους τραπεζίτες με τα ένοχα μπόνους και τα αξιόγραφά τους, που ακύρωσαν χιλιάδες ζωές καλών και εύπιστων ανθρώπων. Συνεργούντες, διαπλεκόμενοι ευγενικώς με τους ηγήτορες, πανηγήτορες, πανηγυριώτες.
Τελευταία όμως φοβάται αυτά τα πρωινά. Και δεν αφήνει το ράδιο να παίζει ανεξέλεγκτα, μην τον ξυπνήσουν πάλι τρομερές ειδήσεις. Το τελευταίο το εισέπραξε σαν βίτσιο από την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί. Ποτέ, μα ποτέ πια, Ελένη Βρεττού και Σωτηρούλα Χριστοφίδου από τις συχνότητες του ΡΙΚ, με τόσες εκρήξεις, που έφεραν στη ζωή τα πάνω κάτω. Θόλωσε το τοπίο μέσα του. Ένα Μαρί που προϋπήρχε μέσα στον καθένα, μέσα στον γενικό ωχαδερφισμό. Κι επισυμβαίνει σαν εκδίκηση σ’ ένα στρατόπεδο που φέρει το όνομα, καλέ, ενός μακαρίτη στρατηγού, που χάθηκε σε εθνική αποστολή. πολεμώντας ή μάλλον λαθροκυνηγώντας αγρινά τη νύχτα. Και καταπέφτει το έρμο το ελικόπτερό του. Μα τι εφιάλτης κι αυτός, τι ονειρωδυνία, που δεν μπόρεσε ποτέ να ερμηνεύσει με όρους λογικούς, από πού εφορμούσε τέτοια τρελή εκδοχή. Κι από δίπλα ένας άλλος αρχιστράτηγος, που φυγοδικεί σαν χεσμένο σκυλί, ο γενναίος..., να σου λάχει.
Κάπου εκεί στις στάχτες και τη χόβολη είχε χάσει και τη γυναίκα του. Μπορεί να ήταν, βέβαια, ως προπομπός η κατάθλιψή της, με εντελώς άλλα αίτια. Το είχε όμως ξεπεράσει, όταν το ωστικό κύμα εκείνης της συσσωρευμένης ηλιθιότητας ήρθε πάλι και της έσφιξε το λαρύγγι• κι ο καρκίνος από τα κακοήθη αέρια, τα δυο δίδυμα θύματα και το ανύπαρκτο πια πρόσωπο εκείνου του παιδιού, ποιος ξέρει, που τους έπεφτε μακρινός συγγενής• μόλις που θα τον είχαν δει δυο τρεις φορές, ζούσε σ’ άλλη πόλη. Και τώρα, στην αιωνιότητα ενός ήρωα, το αθώο κι ανίδεο πλάσμα. Άσε που της είχε κολλήσει πως επρόκειτο για δολιοφθορά από μελανοχίτωνες. Σίγουρα από κάτι ειδήσεις που ακούγονταν ατάκτως κείνες τις μέρες από τα ραδιόφωνα. Και το φώναζε σαν γεγονός επιβεβαιωμένο, ενώ οι γύρω την κοιτούσαν καχύποπτα. «Μα δεν τους βλέπετε;» έλεγε, δείχνοντάς τους αόριστα μέσα στο πλήθος που ζητούσε για μέρες πολλές την παραίτηση του Προέδρου, ο οποίος από την πλευρά του, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως...
Με τον ίδιο πάντως είχε συμβεί το αντίθετο. Δεν ήθελε πια να παρακολουθεί ειδήσεις. Κατάργησε την τηλεόραση, ήξερε καλά τα τσακάλια της ενημέρωσης, να μην ακούει κανένα τους. Καμιά είδηση δεν μπορούσε πια να του είναι ωφέλιμη.
Όπως εκείνο το πρωί που η είδηση για το «κούρεμα» της πατρίδας του στο Eurogroup τον άφησε άναυδο με τη βαναυσότητά της• αφού πάλι ο Πρόεδρος, o καινούργιος τώρα, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως... Τον είχαν ξεγελάσει οι καλύτεροί του φίλοι.
Κατέπεσε στο κρεβάτι ή στο πάτωμα κι έμεινε ακίνητος ώρες, ώσπου το μυαλό του μίλησε κάποια στιγμή: Αυτοϋποβλήθηκε στο τεστ για εγκεφαλικό, είπε μια φράση – «Σ’ αγαπώ, Νεστοράκη» – σήκωσε το χέρι, ήπιε νερό, επομένως δεν ήταν αυτό που περιεργαζόταν ο αθεόφοβος φόβος του.
Αυθαίρετα, όμως, τις μέρες που ακολούθησαν, μιλούσαν μέσα του οι περιρρέουσες καταστάσεις σαν τρωκτικά. Μασουλούσαν το ταμείο προνοίας, το εφάπαξ του σε καταθέσεις, όλα όσα φύλαγε για τον υπέρτατο σκοπό, που είχε πάντα κι απαρασάλευτα σχέση με το εγγονάκι του... Για τον ίδιο, τη δική του ζωή, το δικό του τέλος, δεν λογάριαζε σχεδόν. Υγιής ένιωθε, κουτσά στραβά. Αυτό που του είχε γίνει έμμονη ταραχή, τρελά πράγματα, βέβαια, ήταν να εξασφαλίσει το μεγάλωμα, μα κυρίως τις σπουδές του Νέστορα. Λες και δεν είχε γονείς να τον φροντίσουν. Όσο κι αν ο πατέρας του είχε μείνει άνεργος εδώ και τρεις μήνες, κι μάνα του (η κόρη του) κρεμόταν από μια κλωστή. Κι είχαν ακόμη ένα παιδί. Στην αναμονή από μέρα σε μέρα. Κι αν πάθαινε κι ο ίδιος κάτι; Ανεδαφικά τρελά, όμως όλα μπορούν να συμβούν, η ζωή επιφυλάσσει τα ανάστροφά της, κι όταν ακόμη σου χαμογελά. Στην περίπτωση αυτή μάλλον έμοιαζε συνοφρυωμένη, μ’ ένα πανούργο γελάκι κάποτε, που του έβαζε ψύλλους στον κόρφο. Μπορούσε, δηλαδή, κι ο ίδιος να τα τίναζε στα καλά καθούμενα;
Μπρε, τι τον έπιανε τελευταία κι ονειρευόταν φέρετρα και σκάρωνε επικήδειους για τον εαυτό του, αφότου μεσολάβησε εκείνη η είδηση. Όλα κατέρρεαν, γιατί όχι κι ο ίδιος; Κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει στο πετσί του, μα κι ούτε δεχόταν να δώσει κάποια άφεση στα όνειρά του. Τα όνειρά του στη ζωή ήταν άλλα. Εντελώς άλλα απ’ αυτά που η νύχτα δολίως υπαγόρευε. Λες και δεν ήταν κι αυτή μέρος της ζωής, συλλογιζόταν κάποτε, αφού είναι περίπου το μισό της. Κι αν του λάχαινε κάτι, αν κλοτσούσε τη σίκλα, έλεγε κάποτε για πλάκα ένας συνάδελφος, χωρίς καν να το μυριστεί, παρά μονάχα την τελευταία, μη ανακλητή στιγμή, εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο που το παίρνει κανείς απόφαση επιτέλους κι αναφωνεί: Οκέι, μάγκα μου, ώς εδώ ήταν. Από δω και μπρος δε θα ξέρω τίποτε, ο θάνατός μας δεν μας αφορά, δίδασκε στον κήπο του ο Επίκουρος. Τον ηρεμούσε κιόλας η σκέψη αυτή, ίσως επειδή ποτέ δεν συνάντησε αυτοπροσώπως εκείνον τον τύπο με… τη σίκλα. Μα και τώρα ακόμη εκείνο που τον τρώει και γεμίζει το ερωτηματολόγιό του με το γνωστό σημείο στίξης (;) είναι αν το Νεστοράκι θα τον θυμάται σαν σκιά, έστω, ύστερα από χρόνια. Τούτο του είχε κολλήσει προσφάτως. Τον βασάνιζε κιόλας στα σοβαρά.
Ο ίδιος θυμόταν από τον ένα παππού του μια σκηνή μονάχα: Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι του ισόγειου όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Θα πρέπει να ήταν στα τελευταία του, αν και εξακολουθούσε να έχει δυνατή φωνή, σχεδόν φωνακλάς και χωρατατζής, αλλά μπορεί όλα αυτά να ταίριαζαν σε διηγήσεις εκ των υστέρων. Η μάνα του αλλά κι ο πατέρας του είχαν φτιάξει προ πολλού κι αυτοί τη φωλίτσα τους στο επέκεινα, δεν μπορούσε να τους συμβουλευτεί πια, να του καθορίσουν ημερομηνίες και σημεία. Αναζήτησε όμως την ακριβή χρονολογία της αποδημίας του παππού από άλλες πηγές, γιατί πίστευε βαθιά πως θυμόταν αυτές τις σκηνές από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε για τον ίδιο έμφυτη εξυπνάδα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον ζέσταινε. Το θέμα ήταν αν το Νεστορούδι, το πιο καλό του φιλαράκι, θα τον θυμόταν ύστερα από τις πρώτες μέρες της απουσίας του. Κάποτε, σαν λάχαινε να μη βρεθούν δυο τρεις μέρες, του έλεγε: «Μου έλειψες, παππού». Κι αυτό τον έλιωνε. Όμως σαν θα περνούσαν μήνες, χρόνια, θα μπορούσε άραγε να τον θυμηθεί; Όπως και το φεγγάρι που μεγαλώνει κάθε μέρα τρώγοντας φως από την κρυψώνα του ήλιου κι από μια φετούλα καρπουζιού γίνεται, τέλος του μήνα, στρογγύλο. «Τι γίνεται, Νεστοράκι, αγάπη μου;» «Τρονκύλο, παππού». «Κι η τεχνητή βροχή, που ποτίζει το γκαζόν, τι είναι, Νέστορα;» «Α, δεν είναι πραγματική, δεν έρχεται από τα σύννεφα, είναι τεχνητή, τη φέρνει το ρεύμα», εννοώντας πάντα το καλώδιο στην πρίζα. «Κι αυτό που ανάβει και σβήνει στο απέναντι βουνό, τι είναι παππού;» Α, σ’ αυτό ζοριζόταν πολύ. Δεν έβρισκε τη νοηματική να του απαντήσει πως πρόκειται για τσίρκο, ένα βλακώδες πυροτέχνημα του εκδικητή, που είναι όσο λίγοι προσηλωμένος στα σύμβολα, κι αυτό μετράει την ωριμότητά του, κατά τον Μίλαν Κούντερα. Δεκαοκτώ γήπεδα κατεστραμμένου δάσους, ενώ εμείς του δίναμε μέχρι προχθές και ρεύμα από πάνω, για να το ανάβει κάθε βράδυ, να μας πικάρει. Τη μόνη λέξη που θα καταλάβαινε ήταν το ρεύμα, ένα μεγάλο καλώδιο, δηλαδή, που θα έπιανε από το σπίτι τους και θα πήγαινε ώς το απέναντι βουνό. Όπως όταν ανάβανε το ρεύμα, για να ξεκινήσει η χορτοκοπτική.
Τον βοηθούσε πολύ τον παππού στο κόψιμο του γρασιδιού. Γενικά τον βοηθούσε σ’ όλες τις δουλειές και στο τέλος τον ευχαριστούσε γι’ αυτό. Ποιος, ποιον: «Σ’ ευχαριστώ, παππού, που σε βοήθησα». Θα τα θυμόταν όλ’ αυτά το Νεστοράκι; Ή θα έσβηναν διά παντός από τη μωρουδίστική του μνήμη, σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Οπότε, τι μεταφέρεται από την αγάπη; Τίποτε; Ή, κάτι από αυτά μπορεί να μεταγγιστεί σαν αίσθηση συμπυκνωμένη σε ερυθρό αιμοσφαίριο, χρωμόσωμα ή ένα μικρό νευρώνα στο μυαλουδάκι του; Μόλις ανακλητό κι ανεπαίσθητο, μια αναλαμπή αγάπης και καλοσύνης στη μετέπειτα ζωή του που πήρε κι έδωσε σ’ ανυποψίαστο χρόνο το μικρό αυτό πλασματάκι; Όμως ήταν μόλις τριάμισι, τίποτε δεν θα θυμόταν, τίποτα.
Αυτά φούσκωναν το μυαλό του ύπνου του συχνά τα βράδια. Τα ποτηράκια του κρασιού γίνανε τέσσερα και πέντε, τα τσιγαράκια του ακουμπούσαν πια πακέτο. Το πρωί δεν σηκωνόταν πριν τις δέκα, ενώ θα ήθελε ακόμη να κοιμηθεί, μια κοίμηση αορίστου χρόνου. Τα βιβλία τον κοιτούσαν από τα ράφια, τον μέμφονταν για την αδιαφορία του.
Ποια αδιαφορία! Αυτός ετοίμαζε πυρετωδώς επιστολές, στον κύριο Στουρνάρα, τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας, όπου του επεσήμαινε την απληστία του, του υπενθύμιζε ακόμη και την άλλη καταστροφή από το «εθνικό κέντρο», προ σαραντακονταετίας, επί χούντας έστω. Και στον Προβόπουλο, λέει, για την αναλγησία του προς τις τράπεζες της Κύπρου, που τις καταβρόχθισαν σαν λύκοι εν μια νυκτί. Να γίνεται, δηλαδή, ο ίδιος τώρα προασπιστής των τραπεζών.
Και να γράφει ακόμη σ’ εκείνο τον θεομπαίχτη, τον θαυματοπώλη, του μοναστηριού Βατοπε(αι)δίου, που δεν μας εξήγησε ακόμη την ετυμολογία του ονόματος, αν πρόκειται, δηλαδή, για βάτων πεδίο ή βαίνοντες επί παίδων, κι είχανε πέσει, λέει, όλοι τους συλλήβδην πάνω στις Τράπεζές μας, μαύρα κοράκια / με νύχια γαμψά, κατά που έλεγε εκείνο το τραγούδι. Έγραφε ακόμη στον κύριο Σόιμπλε, τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας και του τα ’χωνε με τον πιο ανάρμοστο τρόπο: πως το κόμπλεξ της αναπηρικής καρέκλας και της πιθανής καταγωγής του από τους ναζί δεν του έδιναν περιθώρια να δεχτεί πως ένας μικρός λαός μπορούσε να ευημερεί. Ακόμη και στον άλλο, που επίσης διόρισαν οι Γερμανοί στο Γιούροκρουπ, που μπέρδευε, αλήθεια, το όνομά του. Τον προσφωνούσε «κύριε Ντίσελντορφ» αντί Ντάϊσελμπλουμ ή πώς διάβολο λεγόταν. Ένας νεαρός διάβολος, με μαύρα μαλλιά σάτυρου. Του έλεγε πως τα ρυπαρότερα πλυντήρια εμφιλοχωρούν στη χώρα του αλλά και στη Φρανκφούρτη που τον διόρισε. Αν και εν προκειμένω έκανε, αλήθεια, μια παραδοχή υποψίας πως στο παρελθόν κι ένας δικός μας, περιωπής, είχε εγκαταστήσει στο δικηγορικό του γραφείο ένα μικρό πλυντήριο γιουγκοσλαβικό, αλλά περασμένα ξεχασμένα αυτά… Ούτε αυτός βγήκε να πει μια συγγνώμη... Αυτός κι αν δεν είπε κάτι τέτοιο ποτέ του. Πρόεδρος κι αυτός, να σου λάχει, προφερόταν σιωπηλά τ’ όνομά του μέσα στις φωνασκίες της γυναίκας του.
Το πρωί έβρισκε τα γράμματα η κόρη του και τα κατάχωνε σ’ ένα ράφι, δεν τα έκαιγε, όχι, μπορεί και να τα ζητούσε κάποια στιγμή να τα ταχυδρομήσει και δεν ήθελε να τον πληγώσει.
Σιγά σιγά αραίωσαν και οι επισκέψεις του Νέστορα, ήταν μια απουσία που την είχε νιώσει, δεν τη συνειδητοποιούσε όμως πλήρως. Η δικαιολογία ήταν πως μπορούσε τώρα κι ο πατέρας του να τον παίρνει από το νηπιαγωγείο, αφού δεν έχει και τι να κάνει, έτσι κι αλλιώς. Όμως η έλλειψη κυκλοφορούσε στο κορμί του σαν λύπη, μόλυνε το σώμα του σαν δηλητήριο, ξυπνούσε εν μέσω νυκτός με αφόρητες κράμπες και σκεφτόταν πως φάρμακο σ’ όλα αυτά ήταν να σωθούν οι τράπεζες, ακόμη και τα εκατομμύρια του κλέψαντος τον κλέψαντα, πάση θυσία να διασωθούν οι τράπεζες. Η μαγική πανάκεια για επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως λέγανε οι ιθύνοντες. Οπότε όλα θα επέστρεφαν στον κανονικό τους ρυθμό. Όπως τότε με τον μέγα Ηγεμόνα το ’74, που τον περίμεναν να επιστρέψει μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, να αναστήσει έξι χιλιάδες νεκρούς της εισβολής, να φέρει πίσω τους αγνοούμενους και να πάρει τους πρόσφυγες στα σπίτια τους. Το ίδιο και τούτοι δω, θα κούρευαν ξανά το λίγο γρασίδι στην αυλή, που είχε αφεθεί κι αυτό στη λύπη και το μαρασμό. Το ίδιο και με το «ρεύμα», που θα ξαναπήγαινε απέναντι στη σημαία της κατοχής και που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να το διακόψουν από το σπίτι του με τον Νέστορα. Γενικά όλα θα επανέρχονταν στο ρυθμό τους, φτάνει να ορθοποδούσαν οι τράπεζες, φτάνει και οι καλοί τραπεζίτες να επέστρεφαν έστω μέρος των κλοπιμαίων. Λίγα έστω, μην φτωχύνουν κι αυτοί και τους στρίψει και το ρίξουν στο κρασί και στα βιβλία και τους απαγορευτεί η πρόσβαση στα εγγονάκια τους. Μόλο που μόνο αυτό τους άξιζε. Όμως τίποτε δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα σχετικά με τη σωτηρία των τραπεζών, αφού επώνυμοι και ανώνυμοι, με προεξάρχοντες την καλή πάστα πολιτών και πολιτικών, είχαν έγκαιρα προνοήσει να φυγαδεύσουν τα ψιλά τους. Ενώ, χωρίς την ανθοφορία των τραπεζών, ήταν κι οι δικές του μέρες μετρημένες. Τι θα έκανε χωρίς τις εύρωστες τράπεζες, που μέχρι πρότινος είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους στη μισή υφήλιο;
Γι’ αυτό έτρεξε σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο κι έκοψε αεροπορικό εισιτήριο για Ιαπωνία. Στην αρχή το παζάρεψε αρκετά, αφού είχε ανά χείρας το εισιτήριο που είχε αγοράσει κάποτε η γυναίκα του και είχε μείνει αναξιοποίητο λόγω εκείνης της αρρώστιας. Πώς το είχε ανακαλύψει ούτε ο ίδιος ξέρει. Απλώς ένα πρωί το είχε δει να μπερδεύεται στα πόδια του, στο χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι του. Τελικά δεν το δέχτηκαν, του έκαναν όμως μια μικρή έκπτωση, που μάλλον οφειλόταν στην πτώση των τιμών γενικά. Θα πήγαινε στα άλλα του εγγονάκια, από τον γιο. Δεν τα είχε δει από τότε. Πριν τρία χρόνια, όταν για τελευταία φορά ο γιος του, μετά από επιτυχημένη καριέρα επιστήμονα στο εξωτερικό, δοκίμασε να ριζώσει στον τόπο του. Στο Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας, όπου είχε υποβάλει ένα σχέδιο για την Πάρκινσον, είχε βαθμολογηθεί με 99.6 και περίμενε εσαεί στα επιλαχόντα. Στο περίμενε κι από το Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου είχε υποβάλει αίτηση για μια θέση ακριβώς στα μέτρα του. Φευ, όμως, η κλίκα! Οι κλίκες! Ούτε που του απάντησαν. Αντίθετα με ό,τι συνέβηκε στη Νεφερτίτη, την κόρη του. Που της απάντησαν πως πήραν κάποιον άλλον που υστερούσε σε προσόντα, αλλά τον προτίμησαν. Η επιστολή είναι εκεί.
Η πρόταση από την Ιαπωνία ήρθε όταν ακόμη δούλευε πάνω σ’ ένα grant, ευρωπαϊκό, εξ αφορμής του οποίου είχε λάβει μέρος εκεί σε δύο συνέδρια. Διδάσκει τώρα στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα, δουλεύει πάνω «στον πόνο που εξακολουθούν να έχουν ελλείποντα μέλη του σώματος». Τα δυο παιδάκια του κάνουν σκι στη χώρα του χιονιού, δείχνει μια φωτογραφία, που τελευταία αγνοείται κι αυτή. Κάπου θα τη φύλαξε, από τον εαυτό του...
Η κόρη του ανακάλυψε τυχαία το εισιτήριο. Τίποτα δεν της είχε αναφέρει. Προορισμός άλλα αντ’ άλλων. Αναφερόταν η πόλη Σαπόρο ή κάτι τέτοιο, όπου είχε πρωτοπάει ο γιος του, και θα πήγαινε κι η γυναίκα του, αν δεν συνέβαινε το μοιραίο. Εξακόσια τόσα χιλιόμετρα από την Οσάκα.
Την άλλη μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι, όπως δεν είχε χτυπήσει εδώ και καιρό• παρά μόνο με το εγγονάκι του, που πιο παλιά ανέβαινε σε μια γλάστρα και το πατούσε για ν’ ακούσει και να μιμηθεί το «ντιν-ντον». Αλλά κι αυτό είχε περάσει και σβήσει, ακόμη και σαν ανάμνηση. Τώρα το θυμήθηκε. Ήταν όμως ο Θεριστής, ο φίλος του ο ψυχίατρος, που ζούσε σε άλλη πόλη, αλλά μιας και ήρθε σήμερα στη Λευκωσία, πέρασε κι από δω, να τον δει. Περίεργο. Επειδή κι αυτόν οι άρρωστοι τον περικύκλωναν επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό και δύσκολα έβρισκε διόδους διαφυγής.
«Όμως, εξακολουθώ να είμαι φίλος» είπε, μαντεύοντας τη σκέψη του.
«Εξέτασέ με, λοιπόν, Θεριστή!».
«Δεν θα σου πω ψέμα. Ανησύχησε κι Νεφερτίτη, δεν μπορείς να θέλεις να πας στην Οσάκα και να κόβεις εισιτήριο για Σαπόρο. Γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει;» Ο γιατρός πάντα με τα αστεία του, που τα απολάμβανε ανέκαθεν ο φίλος του. Πάντα μ’ ένα ανέκδοτο στο στόμα, λες και δεν συνάντησε τον πόνο ποτέ του αυτός ο άνθρωπος.
«Τότε μαζέψτε κι όσους μας έλεγαν πως το κούρεμα είναι μια ανοησία που δεν μπορεί να εφαρμοστεί, και την άλλη μέρα μάς το σερβίρισαν υπογραμμένο από τους ίδιους».
«Αυτά είναι θέματα υψηλής πολιτικής και απατεωνιάς. Όμως αυτό τέλειωσε πια, είναι ένα δεδομένο που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Ου μπλέξεις μ’ αυτά τα κοράκια με νύχια γαμψά... Θυμάσαι που το τραγουδούσαμε κάποτε;» Και γέλασε πάλι, σχεδόν καγχαστικά.
«Οι τράπεζες όμως πρέπει να διασωθούν, γιατί, αν όχι, συμπαρασέρνουν κι εμάς μαζί. Θα μείνουμε όλοι άνεργοι, θα κλείσουν κι άλλες επιχειρήσεις, θα πετάξουν κόσμο από τα σπίτια του, θα τον ρίξουν στη φυλακή, σαν δεν μπορεί να πληρώσει...». Είχε κι άλλες να του αριθμήσει από τις δέκα πληγές του Φαραώ, αλλά ένιωσε πως κι ο ίδιος εξαντλούνταν πληγιασμένος.
«Από πότε εσύ, ένας σοσιαλιστής, μου έγινες υπέρμαχος των τραπεζών; Ποιον νομίζεις ότι δουλεύεις; Απλώς πρέπει να διαπλάσεις ξανά την πραγματικότητα, να αλλάξεις φακούς, να ξαναβρείς, δηλαδή, τους παλιούς».
«Οι παλιοί σε τι με βοήθησαν;»
«Τώρα χρειάζεσαι λίγη σεροτονίνη, να βλέπεις τα πράγματα κάπως πιο αισιόδοξα».
«Έχεις το φάρμακο; Εννοώ μαζί σου; Τώρα!»
«Έχω κάτι. Όμως, χωρίς αλκοόλ! Και σε δέκα μέρες θα είσαι περδίκι».
«Θα μπορώ να πετάξω μέχρι Ιαπωνία, λες…».
Το εισιτήριο έμεινε ανοικτό προς χρήση. Από κάποιον άλλον επιβάτη μελλοντικά…
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-42981733715874936922014-09-22T06:15:00.001-07:002014-09-22T06:15:07.078-07:00Kargaşa Günleri<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
İlk defa<br />
<br />
Çantama PEOM* broşürlerini attım ve Aya Sofya<br />
<br />
camisi yakınında bulunan Aleksandros hanına doğru<br />
<br />
yürüdüm. Handa, her gün yaptığım gibi, otobüse binip,<br />
<br />
köyüme Dikomo’ya gidecektim. Faal üyesi olduğum<br />
<br />
örgütün broşürlerini civar köylerin okullarına, eğitim<br />
<br />
amaçlı kulüplere ve evlere dağıtırdık.<br />
<br />
Hana giderken Türk mahallesinden geçmeyi<br />
<br />
düşündüm. Türklerin kaldığı mahallelerde İngiliz<br />
<br />
askerlerinin barikat kurup arama yapmaları nadir rastlanan<br />
<br />
bir olaydı. Türk Lisesine yaklaşınca acaba hangi sokaktan<br />
<br />
geçip gitmemin daha güvenli olduğunu düşünerek, önüme<br />
<br />
baktım. En kısa yoldan yürümeye karar verdim. Enosis<br />
<br />
sloganı nedeniyle Türk mahallelerinde de olaylar<br />
<br />
başlamıştı. Beş, on adım ilerleyince önümde kolları sıvalı<br />
<br />
iki gencin bana doğru yürüdüğünü gördüm. Korkuya<br />
<br />
kapıldım. Bana bakışlarında bir tuhaflık vardı. Beni<br />
<br />
yakalayıp çantamdaki broşürleri görebilirlerdi. Gerçi,<br />
<br />
broşürlerde Türklerle dostluktan ve ortak mücadelelerden<br />
<br />
söz ediliyordu... Ancak, yasadışı bir iş yapıyordum.<br />
<br />
Özellikle bir süre önce Gönyeli katliamını planlayan<br />
<br />
İngilizlere karşı bir eylemdi. Bazı Türklere karşı olduğu<br />
<br />
şeklinde de algılanabilirdi. Geriye dönecek olsaydım daha<br />
<br />
vahim bir duruma neden olabilirdim. Bu nedenle hasta<br />
<br />
numarası yapmayı ve biraz daha ötedeki Sendika<br />
<br />
Hastahanesini ziyaret etmişim gibi bir kurnazlık<br />
<br />
düşündüm.<br />
<br />
Bana yaklaştılar. Biri önümde, diğeri arkamda<br />
<br />
durdu.<br />
<br />
“Saat kaç?” diye sordular.<br />
<br />
Sorduklarını anlamıştım. Ancak cevabını<br />
<br />
verebilecek kadar Türkçe bilmiyordum. Saatin kaç<br />
<br />
olduğunu söyleyebilseydim yürüyüp gideceklerdi<br />
<br />
herhalde. Sorduklarını anlamış gibi yaptım. Elimdeki saati<br />
<br />
gösterdim ve Rumca ikiye on var dedim. O an, oraya<br />
<br />
sadece beş dakika daha sonra gelmiş olsaydım, ne kadar<br />
<br />
şanslı olmuş olacağını düşündüm. Kendilerine kesin bir<br />
<br />
dille “iki” deyip, vartayı atlatacaktım.<br />
<br />
Kendi aralarında bir şeyler fısıldadılar.<br />
<br />
Konuştuklarından sadece “hayır” sözcüğünü fark ettim.<br />
<br />
Cesaret alarak hasta numarasını sürdürdüm ve elimi<br />
<br />
boğazıma götürerek, boğazımın yandığını anlatmaya<br />
<br />
çalıştım. Aleksandros hanına gitmek istediğimi söyledim.<br />
<br />
Daha ötede fasaria (kargaşa) var mı diye sordum. “Fasaria<br />
<br />
varsa” kendileriyle birlikte yürüyüp, güvenlerini<br />
<br />
kazanmayı düşündüm.<br />
<br />
Liseyi bitirmiş, ergin bir genç idim. PEOM’daki<br />
<br />
faaliyetlerimiz sırasında da, Kıbrıslı Türklerin<br />
<br />
düşmanlığını kışkırtmasaydık düşmanımız<br />
<br />
olmayacaklardı. Bunu öğrenmiştim. Liderlerinden bazıları<br />
<br />
başka yollara çekiyordu onları. İngilizlerin teşviki ile tabii<br />
<br />
<br />
ki. Taksim de kılıfından böyle çıkarılmıştı. Sokaklar, “ya<br />
<br />
taksim ya ölüm” sloganıyla doldurulmuştu.<br />
<br />
Benim yaşlarımda veya benden birkaç yaş daha<br />
<br />
büyük görünen iki genç ‘fasaria’ olmadığını söylediler.<br />
<br />
“Fasaria yoktur” dediler. Ancak söyledikleri doğru<br />
<br />
muydu? Nitekim sokakta ilerlerken az öteden sesler<br />
<br />
geliyordu. Sokağın karşı ucunda büyük bir kargaşanın<br />
<br />
olduğunu fark ettim. Geriye dönmeyi ve koşup kaçmayı<br />
<br />
düşündüm. Ancak karşıdaki iki gencin durup, sanki beni<br />
<br />
beklediğini gördüm. Yan tarafta Türk Lisesine doğru<br />
<br />
giden sokağa girdim. Ansızın kendimi büyük bir<br />
<br />
kargaşanın karşısında buldum. Elinde süpürge sopası<br />
<br />
tutan biri tehdit edercesine bana doğru geldi. Bana Türkçe<br />
<br />
bir şeyler sordu. Rumca anlamadığımı söyledim. Hemen<br />
<br />
süpürge sopasını kaldırdı ve sırtıma bir tane indirdi. Bana<br />
<br />
acıması için hasta olduğum masalını tekrarlamaya<br />
<br />
çalışırken, kulağıma sert bir tokat attı. Kulaklarım çınladı.<br />
<br />
O an çok sayıda öfkeli bakışı üstümde hissettim. Beni bir<br />
<br />
anda paramparça edecekleri korkusuna kapıldım. Yediğim<br />
<br />
tokat nedeniyle de böyle bir hisse kapılmış olabilirdim. O<br />
<br />
an bisikletine binili olan biri yanıma yaklaştı. Elinde<br />
<br />
süpürge sopası olana öfke ile bir şeyler söyledi.<br />
<br />
Birbirlerine bağırarak sövüştüler. Türkçe sövgüleri<br />
<br />
kurallara aykırı fiiller gibi ezbere biliyordum. Herkesin<br />
<br />
bildiği gibi yani. Asırlarca beraber yaşamış olmamıza<br />
<br />
rağmen onlardan sadece sövgülerini öğrendik, başka hiçbir<br />
<br />
şey öğrenemedik.<br />
<br />
Bisikletli hemen beni gömleğimin yakasından<br />
<br />
yakaladı ve kargaşadan dışarıya çekerek “hade be, çabuk<br />
<br />
çabuk” dedi. Eli yakamda iken bunu başka dillerde de<br />
<br />
tekrarladı. O bisikletinin üzerinde ben yanında koşarak,<br />
<br />
kargaşadan uzaklaşıp sakin bir sokağa girince gülümsedi<br />
<br />
ve “hade yalla” çek git diyerek, yolu gösterdi.<br />
<br />
Ben cesaret alarak adını sordum: “Başka defa”<br />
<br />
dedi. Kendi dilinde, “teşekkür ederim” dedim ve oradan<br />
<br />
koşa koşa uzaklaştım. Sokağın ucuna yaklaşınca<br />
<br />
üzüldüğümü hissettim. Beni bir badireden kurtaran adamın<br />
<br />
adını bile öğrenememiştim. Ancak yüz hatlarını, anlamlı<br />
<br />
bakışını ve kahverengi gözlerini, düz siyah saçlarını,<br />
<br />
kemerli burnunu ve bana son anda “hade yalla” deyip<br />
<br />
gülümserken aklımda kalan kalın dudaklarını unutamadım.<br />
<br />
Bir başka defa<br />
<br />
Beş yıl sonra, ’63, ’64 yıllarında idi. ‘Türk<br />
<br />
isyanı’nın (!) başladığı yıllar. Öyle diyorduk, ‘Türk isyanı’<br />
<br />
diyorduk o zaman. Türk mevzilerini gözetlemek için beni<br />
<br />
de görevlendirmişlerdi. Komutanlarımız genellikle bu iş<br />
<br />
için görevlendirilmiş Kıbrıs Ordusu subayları idi. Ancak<br />
<br />
başkaları da vardı. Başıbozuk olanlar. Hiçbir makamca<br />
<br />
görevlendirilmeyen kendi başlarına buyruk olanlar.<br />
<br />
Nerede ararsan orada bulunanlar. Başka enayilikler de<br />
<br />
yapmıştık. Sonra anlatırım. Fakat neyse, şimdi anlatayım<br />
<br />
ki kaç paralık olduğumuzu anlayasın. Bilirsin, balık tüfeği<br />
<br />
ile balık avlamaya giderdim o zaman, Girne taraflarında.<br />
<br />
“Biz de gelelim seninle” dediler. Ne yapabilirdim. Gelme<br />
<br />
diyemezdim. Ellerinde silâh vardı. Serseri idiler. Üstü<br />
<br />
örtülü bir askeri Land Rover ile gitmiştik. Vasilya’dan<br />
<br />
Livera’ya kadar iz bırakarak gidip geldik bütün kıyı<br />
<br />
boyunca. On, on beş mil. Yepyeni lastikler taşlı yolda<br />
<br />
parçalanmıştı. İki kasa dolusu el bombasını balık tutmak<br />
<br />
için denize atmışlardı. Bizi kayığı ile götüren Rahmetli<br />
<br />
Kaskai, “boşuna atıyorsunuz” derdi onlara. “Dinamitin<br />
<br />
derin sularda, balığın olduğu yerlerde patlaması için taşla<br />
<br />
bağlanması lâzım. Boşuna atıyorsunuz diyorum. Boşuna!”<br />
<br />
Dinleyen kim Allah aşkına!<br />
<br />
Bir gün Hilidis benzinci durağında idik (Mağusa<br />
<br />
kapısı yanında). Barikatta, hep birlikte. Leymosun ve<br />
<br />
Larnaka’ya giden Lozan otobüslerinde arama yapacaktık.<br />
<br />
Silâh bulmak için. Denize el bombalarını atan o tek<br />
<br />
yıldızlı, o gün barikatın sorumlusu idi. Daha sonra ardı<br />
<br />
sıra diğerleri de geldi. Generaller de dâhil. Düşünebilir<br />
<br />
misin? Kaçak avcı pezevenkler makam silâhları ile tavşan<br />
<br />
öldürürlerdi, Atalassa* parkında. Büyük bir olay oldu.<br />
<br />
Gazeteler de yazdı. Cahil, merhametsiz caniler. O<br />
<br />
günlerde bunlardan biri, genç bir Türk kızını, tabancası ile<br />
<br />
yolun ortasında indirdi, kız on beş yaşlarında ya var ya<br />
<br />
yoktu. Yaşadığımız ülke hepimizi sığmayacak kadar, o<br />
<br />
kadar mı küçüktü? Rum, Türk? Yaptığımız aptallıklar için<br />
<br />
saçımızı başımızı yolmamız gerek!<br />
<br />
Otobüsü altüst ettiler. İnsanların ceplerinden<br />
<br />
paralarını aldılar. Deste deste beş liralıklar.<br />
<br />
“Sen de gel araştırmaya. Para topla, malaga!” “Malaga”<br />
<br />
(enayi) sözcüğü bize daha sonra geldi. Bunu bize<br />
<br />
Grivas’ın, Papandreu’nun gönderdiği ‘kalamaralar’<br />
<br />
getirdi.<br />
<br />
Onlara, sizin de maaşınız var, çapulculuk<br />
<br />
onurunuza yakışmaz demek istercesine “Paraya ihtiyacım<br />
<br />
yok, ben çalışıyorum” diyordum. Bir gün bu<br />
<br />
yaptıklarımızın karşılığını ödeyeceğimizi biliyordum.<br />
<br />
Akla yakındı. Haksız para kutsal kılınamaz. Genel<br />
<br />
Hastanede personel amiri idim. Türk meslektaşlarımız,<br />
<br />
kadın erkek hasta bakıcılarımız vardı. Beraber<br />
<br />
çalışıyorduk. Dost idik. Geçenlerde az kalsın hepsini top<br />
<br />
yekün rahmetlik edeceklerdi. Kimi vatanseverler onları<br />
<br />
aşağıya, avluda kapalı bir yere götürdüler. Hepsini birlikte<br />
<br />
temizleyeceklerdi. Bir önceki gün Mehmet Durmuş<br />
<br />
Sokağında, Tabakhane mahallesinde, iki Rum’un<br />
<br />
öldürülmesine karşılık öç almak içinmiş! İyi ki birileri<br />
<br />
doktorlara erken haber verdi. Ertesi gün ortadan toz<br />
<br />
oldular. Çekilip gittiler. Çalışma arkadaşlarımızı bir daha<br />
<br />
görmedik.<br />
<br />
Otobüste sekiz-on kadar Kıbrıslı Türk vardı. Çoğu yaşlı,<br />
<br />
iki de bebek, genç güzel bir de kadın. Aman allahım,<br />
<br />
kadehe koy iç. Onları otobüsten aşağıya indirdiler.<br />
<br />
“Götürelim sikelim ” dedi teğmen, “senin<br />
<br />
apartmandaki dairede!”<br />
<br />
Biraz daha yukarıda, Bayraktar camisinin<br />
<br />
karşısında Aleksandros Dimitriu apartmanında bir daire<br />
<br />
kiralamıştım. Bütünüyle eşyalı. Benden anahtarı<br />
<br />
istiyorlardı.<br />
<br />
Çılgına döndüm. Tepem attı. “Oraya götürüp de ne<br />
<br />
yapacaksınız” diye sordum.<br />
<br />
İşlerini bitirip ortadan kaldıracaklarmış!<br />
<br />
“Kız kardeşleriniz olsalardı?” diyerek, onları<br />
<br />
caydıracak, şoke edecek bir şeyler söylemeye çalıştım.<br />
<br />
Gülüp geçtiler. Irgalamadılar. Kendilerinin böylesi bir<br />
<br />
duruma düşme ihtimali olmadığını söylediler. Polise<br />
<br />
gideceğimi söyledim. Ancak korkuyordum. Ödüm<br />
<br />
kopuyordu. Ellerinde silâh vardı. Otomobilimi daha ötede,<br />
<br />
Mağusa kapısındaki Mitsidis un değirmeni yakınında<br />
<br />
bırakmıştım. Arkamı surlardaki dikenli tele sürte sürte,<br />
<br />
gözlerinden kayboluncaya dek geri geri gitmeye başladım.<br />
<br />
İşlerini bozdum diye öfkeleri burunlarına gelmişken,<br />
<br />
silâhlarıyla beni taramasınlar diye. Arkamdan kurşun<br />
<br />
sıkmadılar.<br />
<br />
Daha sonra bazı gerekçeler öne sürerek bir daha<br />
<br />
oralara ayak basmadım. O günlerde bazı “Grupların”<br />
<br />
Cumhuriyet’i savunmadığını, aslında kuyusunu kazdığını<br />
<br />
anladım...<br />
<br />
Bir öğle üzeri apartmandan çıkıp Stasinu<br />
<br />
Caddesi’nde yürürken, önümden bisikletli biri geçti. Bana<br />
<br />
selâm verdi. Yorgun argın, garip bir hali vardı. Hiç<br />
<br />
unutamıyorum, bisikletinin dümeni paslı idi. O zaman<br />
<br />
Metaksas, şimdi Elefteria denilen alan yakınındaki<br />
<br />
Postane karşısında bulunan lokantada yemeğe gidiyordum.<br />
<br />
Ben yürürken bisikletli önümden hızla geçerek kayboldu.<br />
<br />
Daha ötedeki Ohi* Meydanından bağırıp çağırmalar<br />
<br />
işitiyordum. “Öldürelim bu adi köpeği!” Biraz önce beni<br />
<br />
selâmlayan adam korkudan çılgına dönmüş bir halde, bana<br />
<br />
doğru geliyordu. Her halükârda oralarda tek tanıdığı<br />
<br />
bendim. Yarım ağızla da olsa bir merhabamız olduğundan.<br />
<br />
“Yakalayın onu” diye sesler işittim. Bisikletli “be<br />
<br />
çocuklar, neredeyim ben” diyerek, bisikletini<br />
<br />
sürüklercesine bana doğru geliyordu. Kendini kaybetmiş<br />
<br />
durumdaydı. Her halde bizlerin yanında çalışan biri idi.<br />
<br />
Kuşkulu günlerdi. İki serseri, köşkün yanında bağırıp<br />
<br />
çağırmaya devam ediyordu.<br />
<br />
“Ne bağırıp çağırıyorsunuz? Tanıyor musunuz bu<br />
<br />
adamı? Birilerini mi öldürdüğünü, bir kötülük yaptığını mı<br />
<br />
gördünüz?” diyecek oldum.<br />
<br />
“Puşt ihanetçi” diye bağırdı bana köşk önünde<br />
<br />
duranlardan biri. “Türk’tür, görmüyor musun?”<br />
<br />
“Eee... Türkse ne yani!”<br />
<br />
Türk, bana kurtarıcısı gibi bakıyordu. Ben, etrafa<br />
<br />
başkalarının da toplanması için vakit kazanmayı<br />
<br />
düşünerek, tekrar sordum. “Onu tanıyan var mı?<br />
<br />
Söyleyiniz! Bu adam, size bir kötülük mü yaptı?”<br />
<br />
Karşıda Doktor’un* Apartmanı görünüyordu.<br />
<br />
Doktor tüm yaşamı boyunca herkes tarafından tanınıyor ve<br />
<br />
apartmanı da “Doktorun Apartmanı” olarak biliniyordu.<br />
<br />
Oradan, üst kattan birilerinin sesi işitildi. Daha sonra<br />
<br />
aşağıya indi ve bize yaklaştı:<br />
<br />
“Beni Doktor gönderdi. Bırakın bu adamı ‘o tarafa’<br />
<br />
geçirelim” dedi.<br />
<br />
“O taraf” dediği Türk Mahallesi idi.<br />
<br />
Ayaktakımı birdenbire sabun köpükleri gibi sönüp<br />
<br />
yatıştılar.<br />
<br />
İki bisikletli Trikupis Sokağı inişinden, Eski<br />
<br />
Belediye binasına ve Yeşil Hata doğru yöneldiler.<br />
<br />
*PEOM: öğrenciler örgütü<br />
<br />
*Atalassa Ormanı- avlanmaya yasak bölge.<br />
<br />
*Ohi – Bayraktar Camisi yakınındaki alan.<br />
<br />
*Doktor- Tanınmış ve etkin bir siyaset adamı.<br />
<br />
Çeviri: İbrahim Aziz, Mehmet Kansu</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-63662695137408925482014-09-22T03:19:00.000-07:002014-09-22T03:19:06.595-07:00Με τες φασαρίες...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-align: right;">
<i style="line-height: 200%; text-indent: 36pt;"><span lang="EL">Στον Ηλία
Γκρή</span></i></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<i><span lang="EL">Η πρώτη φορά.<o:p></o:p></span></i></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 200%; text-indent: 36pt;">Έριξα
στην τσάντα τα φυλλάδια της ΠΕΟΜ, της μαθητικής μας Οργάνωσης και κατευθύνθηκα
προς το τζαμί της Αγίας Σοφίας, όπου και το Χάνι του Αλέξανδρου. Απ’ εκεί θα
έπαιρνα, όπως κάθε μέρα, το λεωφορείο του χωριού μου. Το Δίκωμο. Τα φυλλάδια
της Οργάνωσης, της οποίας ήμουν δραστήριο μέλος, τα διανέμαμε στα σχολεία, σε
σπίτια και Μορφωτικούς Συλλόγους των γύρω χωριών.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Σκέφτηκα
να περάσω μέσα από τον Τουρκομαχαλά, όπου τα μπλόκα των Εγγλέζων κι οι
σωματικές έρευνες σπάνιζαν. Πλησίασα το Τουρκικό Λύκειο κι εκεί βρέθηκα μπροστά
σε τρεις επιλογές ως προς τον πιο ασφαλή δρόμο που θα ‘πρεπε ν’ ακολουθήσω. Οι
Τούρκοι ήταν κι αυτοί πια ανακατωμένοι στα πράγματα. Ένεκα του συνθήματος της
Ένωσης. Αποφάσισα να πάρω τον πιο σύντομο. Δεν προχώρησα πέρα από είκοσι μέτρα
και βλέπω δυο μάγκες, μ’ ανασηκωμένα τα μανίκια κατά πως λέμε, να κατευθύνονται απειλητικά κατά πάνω μου.
Τουλάχιστο αυτό κατάλαβα και με ζώσανε τα φίδια. Με κοίταξαν με καχυποψία. Ένα
κακό προαίσθημα ότι, όπου να ‘ναι, θα με αρπάζανε με το υλικό που κουβαλούσα
στην τσάντα μου. Που, όπως και να ‘χει, έκανε λόγο για φιλία με τους Τούρκους
και για κοινούς αγώνες... Όμως αυτό ήταν παράνομο. Για τους Εγγλέζους ειδικά,
που είχαν προσχεδιάσει πριν κάτι μήνες τη σφαγή του Κιόνελι*, ήταν πολύ
παράνομο. Και για κάποιους από τους Τούρκους. Έκρινα όμως πως αν έκανα πίσω θα
‘ταν χειρότερα. Τότε έβαλα μπρος την πονηριά μου. Να καμωθώ τον άρρωστο που
μόλις πριν λίγο είχε επισκεφτεί το Συντεχνιακό Ιατρείο πιο κάτω. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Με
πλησίασαν. Μπροστά ο ένας, πίσω μου ο άλλος. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Σαάτ
κάτστιρ;» με ρώτησαν. Τι ώρα είναι; <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Το
είχα καταλάβει, δεν ήξερα όμως πώς να απαντήσω στα τούρκικα. Αυτό ήθελαν βέβαια
και θα με άφηναν ήσυχο. Έκανα ό,τι μπορούσα. Έδειξα το ρολόι στο χέρι μου και
τους είπα πως είναι δύο παρά δέκα. Την ίδια ώρα σκεφτόμουν πόσο θα με ευνοούσε
η τύχη αν είχα καθυστερήσει στο δρόμο έστω πέντε λεπτά ακόμη. Θα τους απαντούσα
κοφτά «ικί», δύο, δηλαδή και θα καθάριζα.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Κάτι
ψιθύρισαν μεταξύ τους. Κατάλαβα μόνο τη λέξη «χάγιρ», δηλαδή, όχι. Παίρνοντας
θάρρος από την εξέλιξη συνέχισα το ψέμα μου πως είμαι άρρωστος, δείχνοντας
ασυναίσθητα τα μάγουλά μου που έκαιγαν από τρομάρα και έξαψη και λέγοντας πως
θέλω να πάω στο Χάνι του Αλέξανδρου. Τους ρωτούσα ακόμη αν πιο κάτω «είχε
φασαρίες». Αν έχει φασαρίες, πρότεινα, «να πάω απ’ εδώ, μαζί σας», δείχνοντάς
τους έτσι την εμπιστοσύνη μου. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Ήμουν
τελειόφοιτος Λυκείου, ώριμος πια. Αλλά και μέσα από την ΠΕΟΜ ήξερα πως οι
Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί αν δεν τους κάνουμε εμείς. Μα και κάποιοι
από τους ηγέτες τους, που τους οδηγούσαν αλλού. Με τη βοήθεια των Εγγλέζων,
φυσικά. Τότε είχε βγει και η διχοτόμηση από το θηκάρι. Οι τοίχοι γεμάτοι
συνθήματα: </span><span lang="EN-GB">ya</span><span lang="EN-GB"> </span><span lang="EN-GB">ta</span><span lang="EL">ks</span><span lang="EN-GB">im</span><span lang="EN-GB"> </span><span lang="EN-GB">ya</span><span lang="EN-GB"> </span><span lang="EN-GB">olum</span><span lang="EL">… Διχοτόμηση ή Θάνατος. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Οι
δυο συνομήλικοι, ή μάλλον κάπως μεγαλύτεροί μου, με διαβεβαίωσαν πως δεν έχει
φασαρίες. «</span>Fasaria yoktur<span lang="EL">», είπαν. Το
εννοούσαν όμως; <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Και
όντως προχωρώντας πιο κάτω, άκουσα φωνές. Και βαθιά στο σοκάκι, πιο έντονη τη
φασαρία. Σκέφτηκα να στραφώ πίσω, να το βάλω στα πόδια. Όμως στην άκρη
στέκονταν οι δυο τους, λες και με περίμεναν. <u>Μπήκα στο δρόμο προς το
Τουρκικό Λύκειο για να βρεθώ αίφνης μπροστά σ’ ένα τσούρμο που φώναζε κι
οχλαγωγούσε.</u> Ένας απ’ αυτούς στράφηκε απειλητικά προς το μέρος μου
κρατώντας ένα σκουπόξυλο. Με ρώτησε κάτι στα τούρκικα. Του απάντησα στα
ελληνικά ότι δεν κατάλαβα. Τότε μού κατέβασε την πρώτη ξυλιά στην πλάτη. Κι
εκεί που δοκίμαζα να αναπλάσω το παραμύθι του άρρωστου, ίσως και με λυπόταν,
μου κατάφερε ένα δυνατό μπάτσο στο ριζάφτι. Βούιξαν τ’ αυτιά μου. Την ίδια
στιγμή είδα πολλά άγρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Μου φάνηκε πως ήταν ζήτημα
λεπτού να με κατασπαράξουν. Μπορεί να ‘ταν κι οι παραισθήσεις από τον μπάτσο.
Τότε καταφτάνει κάποιος πάνω σε ποδήλατο. Ρίχτηκε στον άλλο με το σκουπόξυλο,
βρίστηκαν κιόλας. Τις τούρκικες βρισιές τις ήξερα απ’ έξω όπως τα ανώμαλα
ρήματα. Όπως και όλοι μας, δηλαδή. Τόσους αιώνες μαζί και το μόνο που μάθαμε
απ’ αυτούς είναι οι βρισιές τους. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Τότε
ο ποδηλάτης με άρπαξε από το γιακά του πουκαμίσου και σέρνοντάς με είπε. «Άτε
πε, τσιαπούκ, τσιαπούκ. Γλήορα, βιάστου!». Μου το είπε σε όλες τις γλώσσες και
κρατώντας με από το γιακά, εκείνος τρέχοντας πάνω στο ποδήλατο, με έβγαλε έξω
από τη φασαρία.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Όταν
πια βρεθήκαμε σε απόμερο, ήσυχο δρόμο της γειτονιάς μού είπε με χαμόγελο: «Άτε,
τωρά γιάλλα». Δίνε του τώρα!<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Εγώ
όμως ήθελα και ρέστα. «Τώρα» του λέω, «που δεν μας κυνηγά κανένας, πέστε μου,
σας παρακαλώ, τ’ όνομά σας!»<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Πασκά
ντεφά», μου απάντησε. Μιαν άλλη φορά.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Είπα
ένα μεγάλο «τεσιεκούρ ετερίμ» στη γλώσσα του και το ‘βαλα στα πόδια.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Σαν
έφτασα όμως στην άκρη του δρόμου κυριάρχησε μέσα μου μια λύπη. Που δεν είχα το
όνομά του. Σημείωσα όμως τα χαρακτηριστικά του: τα εκφραστικά καφετιά μάτια
του, τα ίσια μαύρα μαλλιά, την κάπως γαμψή μύτη, τα χοντρά του χείλη που
εντυπώθηκαν μέσα μου την τελευταία στιγμή, καθώς μου έλεγε χαμογελώντας: «άτε,
τωρά γιάλλα». <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<i><span lang="EL">Η άλλη φορά.<o:p></o:p></span></i></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-align: center; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Πέντε
χρόνια μετά, το ’63, ’64, με την Τουρκανταρσία, έτσι τη λέγαμε τότε, με
επιστράτεψαν στα φυλάκια, να ελέγχουμε τους θύλακες των Τούρκων. Υπεύθυνοι ήταν
συνήθως αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού. Αποσπασμένοι γι’ αυτή τη δουλειά. Μα
ήταν κι άλλοι, που γίνανε μόνοι τους διώκτες. Κανένας δεν τους είχε αποσπάσει,
κανένας δεν τους είχε διορίσει. Όπου σ’ εύρω κι όπου μ’ εύρεις, που λαλούμε...
Κάναμε κι άλλες μαλακίες, θα σου πω μετά. Αλλά να σου πω από τώρα, για να
καταλάβεις το ποιόν των ανθρώπων. Ξέρεις, ψάρευα με ψαροντούφεκο τότε, κατά
Κερύνεια μεριά. «Να μας πάρεις κι εμάς». Τι να κάνω, δεν μπορούσα να τους
αποφύγω. Κρατούσαν όπλα, ήταν πελλοί*. Πήγαμε μ’ ένα λαντρόβερ, διπλοκόρωνο,
του στρατού. Σβάρνα την παραλία, από Βασίλεια ως Λιβερά. Δέκα, δεκαπέντε μίλια;
Καινούργια λάστιχα κόπηκαν φέτες φέτες πάνω στους βράχους. Δυο κάσες
χειροβομβίδες τις ρίξανε στη θάλασσα, για να πιάσουν ψάρι. Ο μακαρίτης ο
Κασκαής που μας πήρε με τη βάρκα του, τους έλεγε, «άδικα τις πετάσσετε. Στο
δυναμίτη δένουμε πέτρα για να εκραγεί στο βυθό που είναι τα ψάρια. Άδικα, λαλώ
σας!» Αυτοί δεν καταλάβαιναν Θεό. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Μια
μέρα ήμασταν στην πεζίνα του Χειλίδη. Σε μπλόκο, μαζί. Να ερευνούμε τα
λεωφορεία της Λοζάν για Λεμεσό και Λάρνακα. Δήθεν για όπλα. Υπεύθυνος ο
μονάστερος, αυτός με τις χειροβομβίδες. Μετέπειτα φτάσανε όλοι τους σιγά σιγά
έως και στρατηγοί. Φαντάζεσαι; Λαθροθήρες του κερατά, σκότωναν λαγούς με τα
υπηρεσιακά τους όπλα, στο πάρκο της Αθαλάσσας.. Έγινε σούσουρο, γράψανε τότες
κι οι εφημερίδες. Αγράμματοι, του κερατά, μα και στυγνοί δολοφόνοι. Εκείνες τις
μέρες ο ένας απ’ αυτούς κατέβασε με περίστροφο μια κοπελίτσα Τουρκάλα, είχε δεν
είχε τα δεκαπέντε, εν μέση οδώ, στον Τακτακαλά.. Τόσο μικρός ήταν ο τόπος μας
και δε μας χωρούσε όλους; Έλληνες, Τούρκους; Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου, με
τις βλακείες που κάναμε.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Έκαναν
το λεωφορείο φύλλο και φτερό, μάζευαν τα λεφτά του κόσμου από τις τσέπες τους.
Μάτσες πεντόλιρα. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Έλα
κι εσύ να κάνεις έρευνα. Να πάρεις ριάλια, φτανέ!*». Το «μαλάκα» μας ήρθε
αργότερα με τους καλαμαράδες που μας έστειλε νύκτα ο Γέρος, ο Παπανδρέου.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL"> «Δε χρειάζομαι χρήματα, έχω τη δουλειά μου».
Θέλοντας να τους πω ότι κι αυτοί είχαν το μισθό τους και πως δεν τους τιμούσε
το πλιάτσικο. Ήξερα πως όλα αυτά θα τα πληρώναμε μια μέρα. Ήταν κοντά στον
νουν*, τα άδικα ουκ ευλογούνται. Ήμουν διοικητικός στο Γενικό Νοσοκομείο.
Είχαμε συναδέλφους Τούρκους, αδερφές, νοσοκόμους, δουλεύαμε πλάι πλάι. Ήμασταν
φίλοι. Τις προάλλες παρά λίγο θα τους έκαναν μακαρία τη λήξει, ομαδικώς. Κάτι
πατριώτες τους μάζεψαν κάτω, σε μια κλειστή αυλή για να τους καθαρίσουν. Να
εκδικηθούν, τάχα, τη σφαγή των δυο Ελλήνων ψωμάδων και της ιδιοκτήτριας του
φούρνου που είχε γίνει την προηγούμενη στην περιοχή Τταπάχανα μαχαλά, στη
Μεχμέτ Κουρμούς. Ευτυχώς κάποιος ειδοποίησε έγκαιρα τους γιατρούς. Την άλλη
μέρα άνεμος στη βράκα τους<sup>.</sup> από τότε δεν τους ξανάδαμε τους
συναδέλφους. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Στο
λεωφορείο ήταν οκτώ δέκα ηλικιωμένοι, ως επί το πλείστον γέροι και δυο κούκλες,
κουκλάρες Θεέ μου, να τις πιεις στο ποτήρι. Τις τράβηξαν κάτω από το λεωφορείο.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL"> «Να τις πάρουμε, να τις γαμήσουμε», είπε ο
ανθυπολοχαγός, «στο διαμέρισμά σου!» <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Ενοικίαζα
διαμέρισμα λίγο πιο πάνω, στην πολυκατοικία του Αλέξανδρου Δημητρίου<sup>.</sup>
απέναντι από το Μπαϊρακτάρ Τζαμί. Επιπλωμένο στην τρίχα. Μου ζητούσαν το
κλειδί. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Δεν
σφάξανε», σκύλιασα. «Και μετά τι θα τις κάνετε;» ρωτώ. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Να
τις ξεκάνουν, λέει. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Αν
ήταν αδερφές σας;» προσπαθώ να τους πω κάτι που να τους αγγίξει, να τους
σοκάρει. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Τους
φάνηκε αστείο. Κι απίθανο να βρεθούν οι ίδιοι στη θέση του άλλου. Τους είπα πως
θα πάω στην αστυνομία. Φοβόμουν όμως. Νά μου πήγαινε. Κρατούσαν όπλα. Το
αυτοκίνητό μου το είχα αφήσει απέναντι, στους αλευρόμυλους Μιτσίδη, Πύλη
Αμμοχώστου. Προχωρούσα με την πλάτη κολλημένη στην αγκαθωτή περίφραξη, πάνω
στον Προμαχώνα. Μη μου ρίξουν καμιά μέσα στη φούρκα τους που τους είχα χαλάσει
τη μανέστρα. Μέχρι που χάθηκα από τα μάτια τους. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Αργότερα,
προφασιζόμενος διάφορα δεν ξαναπάτησα. Κείνες τις μέρες κατάλαβα πως οι
διάφορες «Ομάδες» δεν υπερασπίζονταν τη Δημοκρατία και το κράτος, αλλά μάλλον
του άνοιγαν το λάκκο...<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Ένα
μεσημέρι κατεβαίνοντας από την πολυκατοικία, στη λεωφόρο Στασίνου, πέρασε από
μπροστά ένας ποδηλάτης. Και με χαιρέτησε. Μου φάνηκε παράξενος και
ταλαιπωρημένος. Θυμάμαι ακόμη το σκουριασμένο τιμόνι του ποδηλάτου. Πήγαινα για
φαγητό στο μαγέρικο δίπλα από το Ταχυδρομείο. Πλατεία Μεταξά, τώρα Ελευθερίας.
Πεζός εγώ, εκείνος χάθηκε από μπροστά μου. <u>Κάπου εκεί στο «ΟΧΙ*» ακούω
φωνές, κακό, φασαρία. «Να τον σκοτώσουμε, το παλιόσκυλο!»</u> Ο άνθρωπος που
πριν λίγο με είχε χαιρετίσει πλησίασε προς το μέρος μου έχοντάς τα χαμένα.
Προφανώς ήμουν γι’ αυτόν ο μοναδικός γνωστός του. Έστω με μια λειψή χαιρετούρα.
«Πιάστε τον!» ακούστηκαν ξανά φωνές. «Ρε κοπέλια, πού είμαι;» ρωτούσε με αγωνία
ο ποδηλάτης πλησιάζοντάς με πεζός, σέρνοντας λες από τ’ αυτί το ποδήλατό του.
Θα πρέπει κάπως να είχε χαθεί. Ίσως και να δούλευε απ’ εδώ κοντά μας. Οι μέρες
ήταν πονηρές. Δυο τύποι από το περίπτερο συνέχιζαν να φωνασκούν. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Μα
γιατί φωνάζετε; Ξέρετε τον άνθρωπο; Τον είδατε να σκοτώνει, να κάμνει κανένα
κακό;» <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Πουστοπροδότη!»
μου φώναξε ένας του περιπτέρου. «Έν’ Τούρκος, ‘εν τον θωρείς;» <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Ε,
τζι επειδή έν’ Τούρκος;» <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Ο
Τούρκος με έβλεπε σαν σωτήρα του. Οπότε εγώ ξαναρωτώ, για να κερδίσω χρόνο και
να μαζευτεί κόσμος. «Ξέρει τον κανένας; Πέτε μας! Έκαμε, σιόρ, κανένα κακόν ο
άνθρωπος;». <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Απέναντι
ήταν η Πολυκατοικία του Γιατρού. </span><span lang="EN-GB">O</span><span lang="EL"> οποίος δια βίου έμεινε γνωστός με την προσωνυμία
αυτή. Έτσι την ξέραμε όλοι. Κάποιος φώναξε απ’ εκεί πάνω. Μετά κατέβηκε και
πλησίασε: <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">«Με
έστειλεν ο Γιατρός, να τον περάσουμε ‘ποτζεί». Εννοούσε στον Τουρκομαχαλά. Ο
όχλος μεμιάς καταλάγιασε σαν σβησμένη αφρόζα.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 200%; text-indent: 36.0pt;">
<span lang="EL">Τα
δυο ποδήλατα κατηφόρισαν την Τρικούπη προς Παλιό Δημαρχείο και Πράσινη Γραμμή.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-79280894621469803282014-09-04T02:36:00.005-07:002014-09-04T02:36:49.062-07:00Sonnambulismo<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></b><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">È quella porta chiusa</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">dentro il sogno</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che ogni tanto fa emergere</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">il capo oscuro</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">del vuoto.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Si
chiude e schiude</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">come desiderio di donna</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che si difende dal desiderio</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">peccato </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nel subcosciente lenzuolo</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">del mattino.</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Non possiamo</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">parlare di questa porta</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">per non svegliare i sonnambuli</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che coi loro corpi immateriali</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">camminano</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">lancieri</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nel nostro sonno.</span></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-60975684665556507892014-09-04T02:35:00.002-07:002014-09-04T02:37:05.720-07:00I pozzi della nostra Storia *<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Un tempo</span><br />
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">avevamo pochi pozzi</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che rinfrescavano le nostre labbra</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">negli anni di siccità</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nei tempi della sete</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">della locusta e dei serpenti</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e sono colmi di cadaveri.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Il Signore, dicono, rimbambisce</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">colui che vuole annientare –</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">ma perchè proprio noi?</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Col bindolo attingevamo</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">l’acqua tetra della sventura</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">da insipienti che eravamo</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e a lungo ignorando</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che lì dentro</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">cresce e traligna la putredine.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">I nostri pozzi</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">di migliaia di anni</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">li abbiamo colmati</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">coi cadaveri dei nemici</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">deficienze e stupidaggine</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e adesso</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">disidratati</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">cenciosi</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">privi di forze</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">avanziamo ansanti</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e fatui</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">verso il futuro...</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 10pt; mso-ansi-language: IT;">*Con le rivelazioni sui dispersi è risultato che i pozzi
hanno “ospitato” molti morti, sia durante gli scontri intercomunitari del
’63-‘64(in prevalenza turco-ciprioti), sia nel ‘74(sopra tutto greco-ciprioti).</span><br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-87219463174494672302014-09-04T02:33:00.003-07:002014-09-04T02:33:48.533-07:00Tristezza tridimensionale<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Non so se ci si addice</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">di indossare la felicità</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con spensieratezza</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">come se non succedesse nulla</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">alle nostre disamorate</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">vuote carcasse</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">le nostre fòbiche anime</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che vivono nelle tenebre</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">bussano</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">alle ultime porte</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">prima della frattura</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">del finale distacco</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">dal corpo</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">l’estremo contatto</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con la nostra compiuta entità</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">l’unica verità</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che alla fine abbiamo frammentato</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">per motivi tattici</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">in psichica</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">spirituale</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e, veramente un po’ esitando, </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">corporale.</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<i style="mso-bidi-font-style: normal;"><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 10pt; mso-ansi-language: IT;">2009</span></i></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"><br /></span></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-18970796054422366672014-09-04T02:32:00.006-07:002014-09-04T02:32:57.326-07:00Possiamo restare anche così<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Ci siamo trovati</span><br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">a vivere una situazione,</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">a difenderla –</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">a quel che dicono, col nostro sangue</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e a odiarla</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con fredda saggezza</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e decenza.</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Accerchiati in un</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">recinto di silenzi</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che parleranno</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>il ribrezzo
del cane</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che martella la carne bollita</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e il tepore.</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Possiamo anche restare così</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">fino alla fine del mondo</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">modelli di soggezione</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">di follia collettiva</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">come genere di vita.</span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<i style="mso-bidi-font-style: normal;"><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 10pt; mso-ansi-language: IT;">1988</span></i></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></b></div>
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></b></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-32017685421029627442014-09-04T02:31:00.003-07:002014-09-04T02:39:22.069-07:00All’accendersi delle lucerne<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Sarà ancora là</span><br />
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">intorno alle otto</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">all’accendersi delle lucerne</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">quando scende il buio</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">vengono meno le resistenze</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e gli stridi delle cicale.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Come quando tacevano tutto il
giorno</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con gli spari degli obici</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nelle trincee</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">e al loro cessare</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">esplodevano nelle gallerie</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">come gemiti.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">E poi d’un tratto ancora silenzio</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">per regalare</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">un po’ di sonno ai combattenti.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Anche stasera saranno lì</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">a guardar una finestra vuota</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">con una fievole luce</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">ad alludere</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">che qualcuno un giorno</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">forse apparirà.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt; mso-outline-level: 1;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">Saranno lì</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nel suo bosco onìrico</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">all’accendersi delle lucerne</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">nelle gallerie della passione</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;">da tempo bombardate.</span></div>
<br />
<div style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span lang="IT" style="font-family: "Times New Roman","serif"; mso-ansi-language: IT;"> </span></div>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-3756529006825180102014-09-03T05:34:00.000-07:002014-09-04T02:38:38.901-07:00link to the French edition of "Unsteady Step" (Excerpt)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<a href="http://www.calameo.com/books/0006748536693ad8e5748">click here to go to French Edition </a></div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-51334398633032806842014-09-03T05:21:00.001-07:002014-09-28T09:22:52.275-07:00TÜRKÇEDEKİ İLK KIBRISLIRUM ÖYKÜ KİTABI: DENGESİZ ADIM (book review)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: 'Times New Roman', serif; font-size: 12pt; line-height: 115%;">Kıbrıslırum bir öykücünün kitabı ilk defa çevriliyor Türkçeye. Kıbrıs’ın
içine sürüklendiği durumu, yakın dönemdeki olayları, Kıbrıslılık kimliğini (ve
de Kıbrıslırumların psikolojisini) anlatan daha iyi bir öykü kitabı
düşünemiyorum.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Bu kitaptaki öykülerin çoğu Hristos Hacıpapas’ın 2009 yılında Atina’da yayımlanmış,
<i>Dengesiz</i> <i>Adım</i> adlı son öykü kitabından alınmıştır. Bunun yanında, <i>Büyük Yalan</i> (1981), <i>Kesinlikle Normal</i> (1984), <i>Eros
Fırında</i> (2001) adlı üç öykü kitabından seçilmiş altı öykü de dahil
edilmiştir. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Çoğu öyküsünde anılarını veya kişisel deneyimlerini yazar Hacıpapas.
Öyküleri mitoloji ve tarihten beslenir veya mitoloji ve tarihe göndermeler
vardır. Toplumsal sorunlar ve meseleler öykülerinin başlıca konularıdır. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Öykülerinin tabanı gerçekçi olsa da, tavan fantezi bulutlarındadır. Yazar,
gerçek ile hayal, uyanıklık ile rüya arasındaki sınırlarla oynar sürekli.
Çelişkiler ile zıtlıklar arasında gidip gelir okuyucu, şaşırır, zaman zamansa
sersemler. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Sivri dilli bir yazardır Hacıpapas. Her şeyden önce eleştireldir öyküleri.
Eşitsizliğe, haksızlığa ve tahakküme karşı her zaman eleştirel yaklaşır. Dine,
devlete, düzene sataşır. Öykülerindeki ‘kahramanlar’ yine de en çok kendilerine
batırırlar eleştiri iğnesini. Eleştiri yaparken, ironiden, dozu değişen mizaha
kadar gidip gelir yazının sarkacı. Belli bir duyguyu gülümsemeye dönüştüren
elli yedi kası da harekete geçirir kimi öyküleri. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Öykülerinde, Kıbrıslı kimliğini ve yerelliği savunur sonuna kadar. Özellikle
de diyaloglarda, bolca yer verir yerel dile, diyalekte. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Kıbrıs’ta yakın tarihte yaşanmış trajediye, işlenmiş suçlara karşı,
suçluluk ve vicdanı temsil eder Hacıpapas’ın öyküleri. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Ne kadar politikse, o kadar da erotiktir Hacıpapas’ın öyküleri
(Politik-erotik, tam da Kıbrıs’a göre bir tür!) Özellikle de son iki
kitabındaki (<i>Eros Fırında</i> ve <i>Dengesiz Adım</i>) öykülerde bol bol cinsel
göndermeler, erkek-kadın arasındaki cinsel çekim/gerilim, yani genel olarak erotizm
eksik değildir. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Bence, Hristos Hacıpapas, Kıbrıs’ta yaşayan öykücüler arasında en iyisidir.
Ve inanıyorum ki, Kıbrıslıtürk öyküsü için esinleyici bir kitap olacaktır bu. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<br /></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="TR" style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12.0pt; line-height: 115%; mso-ansi-language: TR;">Gürgenç Korkmazel<o:p></o:p></span></div>
</div>
7 Haziran 2014 Cumartesi, Gaile Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-9955663518433094352014-09-03T05:00:00.002-07:002014-09-03T05:24:21.915-07:00Unsteady Step in Turkish (cover)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSShUBDDznuX6Pd3jgWYfKUJ-Jh_q6agjwT5GDROmK9-w9Iwv8WVLvHeetL51VaoHOG1AEPFIMsFMcGfXI_mbapHVKnXdiB5wxrPQhPMyjQDs7JT156CWT_46uNHR0eZortZPbybUZfhU/s1600/hac%C4%B1papas.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSShUBDDznuX6Pd3jgWYfKUJ-Jh_q6agjwT5GDROmK9-w9Iwv8WVLvHeetL51VaoHOG1AEPFIMsFMcGfXI_mbapHVKnXdiB5wxrPQhPMyjQDs7JT156CWT_46uNHR0eZortZPbybUZfhU/s1600/hac%C4%B1papas.jpg" /></a></div>
<br /></div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-51726835572968514742014-09-03T04:52:00.002-07:002014-09-03T04:52:38.259-07:00ProcessoGià ieri avrebbe dovuto<p>
finire il processo<p>
per il furto del sorriso<p>
nella dinastia della tristezza,<p>
dove svendono<p>
gioie fuorilegge<p>
come fossero superflue<p>
disonorevoli<p>
come se non fossero gemme<p>
d’eternità<p>
e immortalità, sia pure<p>
dentro la nostra generale illusione<p>
e l’assoluto oblio.<p>
Se avessimo tirato fuori la nostra anima<p>
l’avessimo messa a mollo<p>
nella candeggina del lutto<p>
l’avessimo asciugata<p>
sopra i rovi<p>
e nelle nostre ombre,<p>
avremmo forse potuto<p>
parlare liberamente<p>
ai giudici<p>
che si fottono completamente di noi<p>
come se essi non avessero mai commesso reato<p>
nel loro amore –
<p>
la loro giustizia cieca.
<p>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-90047470397194542772014-09-03T04:47:00.001-07:002014-09-03T04:47:44.123-07:00Principessa Anna Lusignan<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
</div>
Stava fumando la sua sigaretta<p>
<p>
giù sul selciato<p>
come una mortale<p>
nei giardini del palazzo dei Savoia.<p>
Stette a guardarla<p>
a lungo<p>
aveva le caratteristiche di una donna cipriota!<p>
E intuendo<p>
sotto i pizzi<p>
la forma dei suoi bei seni<p>
eretti e fieri,<p>
mentre gli ambasciatori li approvavano
per il Grande Sovrano,<p>
s’era lasciato andare.
<p>
Fumava spensierata <p>
per ciò che avrebbe potuto succedere<p>
a causa del suo fumo.
<p>
*Published in Antologia della poesia cipriota contemporanea (Literature Mondo).
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-1926983750852438712014-05-02T00:19:00.001-07:002014-09-03T04:48:42.854-07:00Η θάλασσά μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Η θάλασσά μου <p>
δύστροπη σήμερα <p>
γι' αυτό δεν μπήκα μέσα της <p>
μέχρι να κατευνάσουν τα νευράκια της <p>
να 'ναι καλή μαζί μου <p>
να μου φιλά το σώμα <p>
εγώ να γλιστρώ στο βυθό της, <p>
έμβρυο να με περνά απ' τον κόλπο της <p>
να με αναγεννά <p>
στα ιαματικά της <p>
ξεπλένοντας τη θλίψη μου. </div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-14632035977742890492014-03-27T08:27:00.001-07:002014-03-27T08:27:17.658-07:00Ο εμπρηστής Ηρόστρατος και οι άλλοι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
</div>
Ο Ηρόστρατος ήταν άνδρας ανεγκέφαλος και μωροφιλόδοξος, αππωμένος, κατά το κυπριακό. Επεδίωκε πάντα, κατά τις πηγές, να εμφανίζεται ως σπουδαίος, αλλά δεν του έβγαινε. Για να επιτύχει το σκοπό του και να ακουστεί το όνομά του, συνέλαβε ένα τερατώδες σχέδιο. Πυρπόλησε τον περικλεή ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, το 356 π.χ. Οι Εφέσιοι αποφάσισαν όπως το όνομά του, παρά τη σχιζοειδή επιθυμία του, περιπέσει εις αιώνια λήθη. Η Ιστορία, εν τούτοις, αμείλικτη εν τη σοφία της, τον περιάγει έως σήμερα ως τον «αλήστου μνήμης» εμπρηστή. Έχουμε κι εμείς τέτοιους που, επί του παρόντος, εν τη υποκρισία και ανοησία μας, αποκαλούμε «αείμνηστους». Ηγέτες που έμειναν καθηλωμένοι στη στασιμότητα, δεν είδαν ποτέ τις ευθύνες της πλευράς μας από το ’58, το ’63 και εντεύθεν, στρουθοκαμηλίζοντας, κι είπαν με μισόλογα την ομοσπονδία σαν «συμβιαβασμό». Ποτέ δεν την είδαν, ακόμη και μετά την τραγική ήττα της ανοησίας μας, μέσα από το φακό τού εν εξελίξει ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, όπου η Κύπρος εκπροσωπείται ισομερώς μαζί με τις μεγάλες χώρες μιας αμφικτιονίας εθνών που, παρά τις ατέλειές της, διακρίνεται για τις πιο προοδευτικές κατακτήσεις στον κόσμο: τη δημοκρατία, την ανοχή του Άλλου, την εκλογίκευση των πατριωτισμών, την ακύρωση της μεγαλορρημοσύνης (που ακμάζει παρ’ ημίν), την εκλέπτυνση του θρησκευτικού συναισθήματος, για να μην αποτελεί στοιχείο αντιπαλότητας και τόσες άλλες. Δεν είδαν ότι όσο εμείς ομφαλοσκοπούμε το Κυπριακό και όλοι μάς έχουν βαρεθεί, ακόμη και η Κου Κλουξ Κλαν πέρασε ανεπιστρεπτί και ντροπιασμένα στην Ιστορία και οι Αμερικανοί εκλέγουν μαύρο πρόεδρο (για δεύτερη θητεία). Σ’ αυτές τις σκέψεις με έφερε η απόφαση του προέδρου του μισού ΔΗΚΟ να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, κυνηγώντας το alter ego του, τον... υιοθετημένο πρίγκιπα, το απωθημένο του. Όπως βεβαίως και στους λοιπούς αξιοθρήνητους συμπλέοντες, που αντιτάσσονται στην ελπίδα έστω, μέσα από τη διαδικασία των συνομιλιών να επιτύχουμε επί τέλους την απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας. Που συνεπάγεται αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, την επιστροφή στα σπίτια τους της πλειοψηφίας των εναπομείναντων προσφύγων. Κυρίως όμως, το συμμερισμό ενός οράματος μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πατρίδας, όπου τα παιδιά μας, Ε/κ και Τ/κ, θα προτιμούν να μείνουν εδώ αντί να ακολουθούν το δρόμο της αυτοεξορίας, παρέχοντας έτσι ζωτικό χώρο στον εποικισμό, που νομοτελειακά θα επιφέρει την πλήρη τουρκοποίηση. Προτιμούν οι σύγχρονοι εμπρηστές τη μη λύση, τη διατήρηση του στάτους κβο, λες και η Ιστορία μένει ακίνητη, στο κώμα της ή στα μυαλά τους. Λες και απέχουμε πολύ από το δίλημμα – αντί τα σύνορά μας να είναι στην Κερύνεια, τα σύνορά μας να είναι η Τουρκία στη Ζώδια και στην οδό Ερμού... Ας ακούσουν έστω την άλλοτε παραίνεση του γηραιού και κατ’ εξοχήν πολιτικού της μη λύσης, για αξιοποίηση των διαπλεκομένων συμφερόντων. Γιατί είπε και τούτο, πέραν από το περίφημο «κάθε σπίτι και κάστρο». Και να, που για πρώτη φορά αυτά τα συμφέροντα φαίνεται να συμπλέουν. Δεν τα βλέπουμε; Ή μπας και προσομοιάζουμε στις μωρές παρθένες που περίμεναν ολονυκτίς τον νυμφίο, μα τον έχασαν μέσα από τα μάτια τους την πιο κρίσιμη στιγμή; Κι ακόμη κάτι: Πέστε ότι ο κόσμος παρασυρμένος από τους ψευδοπατριωτισμούς τούς ακολουθήσει και φτάσουμε στην οριστική διχοτόμηση, τότε πιο δικαστήριο θα τους δικάσει; Ή απλώς η Ιστορία θα τους κατατάξει χαϊδευτικά στους «αλήστου» μνήμης;... Όπως τον εμπρηστή Ηρόστρατο.
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-19659326932678401212014-03-19T10:23:00.000-07:002014-03-19T10:24:47.233-07:00Ημέρες ποίησης, ΠΟΛΥΕΔΡΟ, ΠΑΤΡΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Στις 31 Μαΐου 2014 θα συμμετέχω στις Μέρες ποίησης που διοργανώνει το Πολύεδρο στην Πάτρα όπου θα διαβάσω ποιήματα από τη συλλογή Τα πηγάδια της Ιστορίας, την οποία παρουσιάζουν οι Γιάννης Παππάς (πρόεδρος συνδέσμου φιλολόγων) και η Έφη Τσαγανά (φοιτήτρια).</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-33533870114833638372014-03-19T10:03:00.000-07:002014-03-19T10:05:10.760-07:00Τα τύμπανα του κακού ή «Εκ κακού κόρακος, κακόν ωόν!...»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<br /></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<i>«... Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,<o:p></o:p></i></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<i>Η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται<sup>.</sup><o:p></o:p></i></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<i>ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει...»<o:p></o:p></i></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">
(Από τους Τρώες,
Κ.Π.Καβάφη)</div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<div class="MsoNormal">
Εδώ και χρόνια, μόλις ανατείλει μια ελπίδα για λύση του Κυπριακού,
τότε τα τύμπανα της άρνησης, της
διαιώνισης της μη λύσης, κρούουν υστερικά, διαχρονικά και μονότονα. Στα δώματα
των φοβικών, αυτών που δε διανοούνται να τολμούν και να ελπίζουν. Κάποιοι επειδή
είναι τέτοιοι ακριβώς, άλλοι με συγκεκαλυμμένα κοντόφθαλμα συμφέροντα, μονίμως αγκυλωμένοι
σε εθνικά στερεότυπα που διασαλπίζουν αποδεδειγμένα το μηδέν, αλλά και άλλοι για
καθαρά λόγους πολιτικής επιβίωσης, κυνηγώντας σε θολά τοπία. Χωρίς
διακινδύνευμα, νομίζουν. Ή συνειδητά επιτέλους φλερτάρουν με το <span lang="EN-US">status</span><span lang="EN-US"> </span><span lang="EN-US">quo</span> και εν τέλει τη διχοτόμηση; Οι νομικισμοί τους πάντως, (των
Νικόλα Παπαδόπουλου, Ομήρου και Λιλλήκα), μου θύμισαν τη διαμάχη ανάμεσα στον φημισμένο ρητοροδιδάσκαλο και πολιτικό Κόρακα, που
είχε διακριθεί τον πέμπτο αιώνα στις Συρακούσες, ως έξοχος δικανικός
ρήτορας και του μαθητή του Τεισία. Την παραθέτω.</div>
<div class="MsoNormal" style="background: white;">
Ο Τεισίας, νεαρός ακόμη, ζήτησε από
τον Κόρακα να του μάθει την τέχνη της ρητορικής. Μη διαθέτοντας όμως τα
δίδακτρα συμφώνησαν με το δάσκαλό του, ότι θα τον πλήρωνε μόνο αν τον έκανε
καλό ρήτορα και κέρδιζε την πρώτη του δίκη στο δικαστήριο. Ο Τεισίας έγινε,
μετά τετραετή διδασκαλία, εξαίρετος πράγματι ρήτορας, αλλά δεν ανελάμβανε να
συνηγορήσει σε δικαστήριο, για να αποφύγει την πληρωμή. Ο Κόρακας αναγκάστηκε
να σύρει το μαθητή του στα δικαστήρια. Πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε στη δίκη, για
να παρακολουθήσει τη μονομαχία. Ο Κόρακας εξήγησε στους δικαστές τη συμφωνία με
τον Τεισία και τέλειωσε με αυτά τα λόγια: «Και τώρα, ω δικαστές, αποφασίστε.
Σας ειδοποιώ όμως, πως μου είναι αδιάφορο τι απόφαση θα βγάλετε. Γιατί είτε τον
καταδικάσετε τον Τεισία είτε τον αθωώσετε, εγώ τα λεφτά μου θα τα πάρω»! Οι
δικαστές τού ζήτησαν να εξηγήσει. Ο Κόρακας συνέχισε: «Αν το δικαστήριο
αποφανθεί, πως οφείλει να με πληρώσει ο μαθητής, σύμφωνα με την απόφασή του, θα
με πληρώσει φυσικά. Αν όμως αποφασίσετε, πως δεν υποχρεούται να με πληρώσει,
τότε ο μαθητής μου θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, οπότε, με βάση τη
συμφωνία μας, οφείλει να με πληρώσει».Οι δικαστές έμειναν έκπληκτοι. Αλλά
ανέβηκε τότε στο βήμα ο νεαρός Τεισίας και είπε: «Κι εγώ αδιαφορώ για την
απόφαση του δικαστηρίου. Γιατί ό,τι και αν αποφασίσετε, δεν οφείλω καμιά
πληρωμή». Γιατί «αν το δικαστήριο αποφασίσει να μην πληρώσω το δάσκαλο, τότε
δεν θα τον πληρώσω φυσικά. Αν όμως αποφασίσετε πως πρέπει να τον πληρώσω, τότε
θα έχω χάσει την πρώτη μου δίκη, οπότε, κατά τη συμφωνία μας, δεν του οφείλω
πληρωμή!» Οι δικαστές, μην ξέροντας ποιον να
πρωτοθαυμάσουν, το δάσκαλο ή το μαθητή, είπαν τότε την παροιμιώδη έκτοτε
φράση: «<b>Εκ κακού κόρακος,
κακόν ωόν!...» <o:p></o:p></b></div>
<h5 style="background: white;">
<span style="font-size: 12.0pt; font-weight: normal; mso-bidi-font-weight: bold;">Πάντως και οι τρεις προαναφερθέντες πολιτικοί μας
είχαν ομολογουμένως καλούς κακούς δασκάλους. Γι’ αυτό προσέξτε τους, Κύριε Πρόεδρε.
Κλείστε τ’ αυτιά σας στα τύμπανα του τέλματος, αφουγκραστείτε τη ζώσα Ιστορία,
σταθείτε στο ύψος σας, όπως το είχατε ξανακάνει, μόνος δυστυχώς, τότε. Ο λαός διψά
για τον τερματισμό της απέλπιδης αυτής στασιμότητας, ιδιαίτερα με ό,τι συντελέστηκε
στα κατεχόμενα από τότε, αλλά κι σ’ εμάς προσφάτως, με την οικονομική
κατάρρευση. Η ελπίδα, το μέλλον, οι διεθνείς συγκυρίες, τα διαπλεκόμενα
συμφέροντα, βοούν για λύση. Ανυπερθέτως! Η στήριξη και από το άλλο μεγάλο
κόμμα, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ουσιώδης και ελπιδοφόρα. Η
πλειοψηφία είναι μαζί σας, Πρόεδρε</span><span style="font-size: 12.0pt;">. Προχωρείστε! <o:p></o:p></span></h5>
<br />
<h5 style="background: white;">
</h5>
</div>
Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-14757049847522301292011-01-16T06:23:00.001-08:002011-01-16T06:27:17.126-08:00Fjord for SaleFjord for Sale<br /><br /><br />“We are selling luxury coffins at cost price. Retail sales at wholesale prices. You can buy a luxurious coffin for your dear ones that have passed away at unbelievably low prices. You will be amazed by the quality and the cut down prices. We want to sell our stock, so take advantage and buy cheaply.”<br />We were finishing our meal in the courtyard when Father brought the Sunday issue of “Politis”. “Fjords for sale!” he cried out.<br />A cursory search showed that the above mentioned newspaper advertisement had been in the classified advertisements section of the newspaper for a few days. It was not a Sunday fruit, and it wasn’t a fjord. It was an ad for coffins that had cunningly entered our house through the newspaper.<br />We had drunk white Bulgarian wine – a Traminer from the estate Khan Kroum - with our fish. One of the best wines in the universe. When three persons drink a bottle, “they feel fine, behaving with decorum” I think that’s the way they write it on the label. If two persons share the bottle, then “their grasp of the meaning of words starts slipping…”<br />The latter was printed in tiny letters and required special attention.. Until now no one of us had noticed it.<br />Father usually noticed such things but at that moment, although he may have seen it, he was silent like a fish…like the one we were relishing together with the white wine, letting things take their course. He liked to take things to their limit…until, by themselves, like oyster on the fire, their side comes outside, the truth comes out. This is not necessarily bad. On the contrary. When he was not serious, 90.2% of his life, as he himself claimed, he wanted to be an entertainer. A mocker to the bone. Pulverising everyone to dust with his sarcasm - most of all himself, if, for a moment, there was no other such candidate. Instead of coffins he read fjord*. As a euphemism, perhaps.<br />We all sat down again. Then I opened the newspaper once more to make sure that it was indeed a real advertisement.<br />Father had knocked back a couple of glasses of rakia on the sly before the wine. So he burst out in a sardonic laugh which carried us along. We came to realize that what was written in the advertisement was meant to be taken seriously.<br />“… for your dear ones who have passed away” he spluttered as soon as he recovered from his laughter. “Whatever does this mean?”<br />“Or who will pass away” I say.<br />“Or for those who you would like to pass away…” says mother, laughing meaningfully.<br />“Perhaps we should dig up some dear ones to take advantage of the offer” said Stephen.<br />Laughter all around.<br />…”To show them our true respect, posthumously. We made a mistake using an ordinary coffin then.” Stephen goes on with his English humor..<br />More laughter.<br /> “A suitable present for old age pensioners”, says mother, since she herself is a pensioner.<br />“or for those who are about to receive a pension” says Father, who had just taken retirement “and who will receive their lump sum and on top unemployment benefit, for six months…” continued mother with unrestrained jubilation.<br />“Isn’t this madness?” explained Father to his son-in-law “ I have taken early retirement and on top of this I receive unemployment benefit. Mad! Could it be so that I can afford to buy a luxury coffin? And I just hadn’t realized it?”<br />“Could they be so sly and we didn’t have a clue?” Mother bursts into laughter and tears run down her cheeks. She is literally drunk as if by an inner compulsion.<br />Taking turns, we were being stupid, obviously. As if ordered by a director in a theatre.<br />“Really what does luxury coffin mean. Let’s call them up tomorrow.” says Stephen.<br />“I imagine they mean the external appearance”, says Father, “unless…”<br />“No, no it must refer to cushions inside”, splutters mother “velvet cushions”, then more laughter and tears.<br />“You’ve always liked cushions”, Father teases her.<br />And it’s true. She’s always liked lying around with cushions on her left and right. Her pretext in the winter was the cold, in the summer the heat. She likes lying about as a kind of reward for all the years she has worked since she was a child.<br />“…and a mobile phone” says Stephen, to general hilarity.<br />…“and who would one call? Their God....or perhaps family? I am definitely not going to call you, rest assured..” said Father and suddenly became serious. For a moment we all froze. Then Father broke the silence with his sardonic laughter.<br />“It’ll have built-in kitchen units,” Stephen again, with his better English. “Our stock offers a variety of choices : sizes, WC, A/C and other accessories... Information : Harrod’s department stores”.<br />“Enquiries: Charon**” slipped in Father, echoing Stephen’s words, his heart rending laughter spreading to all.<br />“Let’s say we buy two, where are we going to put them?” again, asks mother laughing.<br />“Until we need them…” interpolates Father in mock seriousness. “Let’s take one and wait and see. In the end why not keep one in their warehouse until we need it.”<br />“As long as they do not charge rent…” laughter all around.<br />“You will be amazed by the quality…”<br />“It will be, of course, hardwearing” said I, to break a certain awkwardness and to lead us again to the flow of the Traminer wine although it had run out some time ago and I sensed that Father was looking forward bashfully to the opening of the next one.<br />“And it will be a written off over a hundred years” seconds Stephen the accountant “Right! The maggots will slowly take care of it over a century...” Mother turns to the macabre again. She bursts into laughter though. “Along with the contents”. Father fanned the laughter. “My grandfather refused to be placed in a coffin. He preferred a simple plank.”<br />“What do you mean?” My interest was aroused. “The poor then could choose. The church had something like a stretcher which was used for the transport of the dead to the grave.”<br />“Why? Was your grandfather poor?”<br />“No, not at all. He chose on principle. He was a little claustrophobic too. He wanted, he said, to be in direct contact with the earth because “earth to earth..”. Nor did he like the idea of glass that the insensitive mourners break in the face of the deceased. Pouring oil on top of it without knowing the reason. The ancient Greeks made a libation of oil, honey or even milk – earthy liquids to ease the passage to the underworld, their next abode. And Charon saw them off. What is the point of varnished wood, glass windows and such coarse embellishments? The varnish deters worms from coming close…”<br />He was speaking with great seriousness, pointing by way of illustration at a bald patch on the lawn. The carpenter had carelessly placed some boards there in order to varnish them and nothing, no grass, grew again. The soil on that spot and all around it had to be replaced before there would be any sign of life again. Do you remember? He was saying all these things with a passion disproportionate to their importance.<br />“I’d like another glass of wine”.<br />“No dad, don’t overdo it. In any case there is no more.”<br />There was no such bottle in the cellar, of the estate Khan Kroum. Of that “cunning” king of the Bulgars whose men Basil the Bulgarian killer had blinded. It is on Basil the Bulgarian Slayer Street that Politis newspaper is housed today, which when you think if it uncovers peoples’ eyes…ha ha!<br />“Only you have mixed things up a little dad. You are probably talking about Tsar Samuel?”<br />“When we go to Sofia at Christmas we’ll bring lots of wine.”<br />Nobody could remember who expressed this wish.<br />Dad, who always remembered such things, kept sleeping that grey afternoon. The clocks changed after midnight and the hands of our watches were confusing us. At about eight in the evening Mother went to see what was going on. In the semi darkness she gently touched his hand trying not to disturb him. It was cold.<br />For some time he had it in mind, he’d often tell us, to buy a fjord. When he once visited Norway, perhaps for the purpose, he was disappointed about their unreasonably high prices. Mother, however, defending her own interpretation, believes that he had done this out of mischief. Having found himself there, he went to the local authority and asked how much would a fjord cost if a common mortal were to buy it. Well, the answer was as crazy as the answer he received recently when he asked how much an island of the thirty seven thousand of the Swedish Archipelago would cost. Some of the small islands are indeed inhabited. Only a few square metres. Enough for a small house.<br />Maybe deep down he wished to be buried on one of these islands. In the company of the waves which sometimes you could not distinguish from the seagulls. Because he always hated the unbearable heat and humidity of the afterlife. To be precise he was afraid of the sweat after death. But there...he could still order rain…Some rain, please, in the Swedish Archipelagoes. This is what happened the last time they were there. “There was an amazing storm that washed our drought clean”, he wrote on a postcard.<br />“The water of the clouds and the waters of the sea touched passionately”, he would say after his third glass “like the sails of a boat”.<br />It was always his belief that it made good sense for man to leave in the rain. The rain eased the passage to the underworld, their next home…He was afraid of our drought of the last few years.<br /><br />* The words for coffin and fiord are phonetically similar and alliterate in Greek.<br />** Charon in Greek mythology is the boatman who transported the spirits of the dead to Hades, the underworld.Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-85525607701766653642011-01-13T02:20:00.000-08:002011-01-13T03:01:45.217-08:00Primavera, la DefuntaMi dicesti di iniziarti<br />al triangolo dell'amore<br />rosso del papavero<br />giallo della margherita<br />bianco di camomilla<br /><br />fino al mattino però<br />hanno assolcato il campo<br />e Persefone nell'Ade<br />s'è trovata<br /><br />Che fretta<br />ad assillar questi empi<br />che cinismo<br />questi avventati a sprofondar<br />nella terra<br />tanta opulenza d'amore<br />tanta beltà!<br /><br />Giove, spirito supremo,<br />fùlminali!<br />Dicesti e subito<br />ombre diventammo<br />l'uno dell'altro.<br /><br /><br />Traduzione: Crescenzio SangilioChristos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-86026328069772096412011-01-03T02:17:00.000-08:002011-01-03T02:26:18.953-08:00Σατιρικός ρεαλισμός και διαφυγές στο φανταστικόΟ Λευτέρης Παπαλεοντίου για <em>Το ασταθές βήμα.<br /></em><br />Με την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του ο Χρίστος Χατζήπαπας επιβεβαιώνει, πιστεύω, την εκτίμηση ότι είναι από τους λίγους, τους ελάχιστους πεζογράφους της «γενιάς» του που διανύουν μια τόσο σταθερή, συνεπή και εξελικτική διηγηματογραφική πορεία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ανάλογη ποιοτική εξέλιξη διαπιστώνεται και στο μυθιστόρημά του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, έχω την εντύπωση ότι ο διηγηματογράφος Χατζήπαπας πάει να υποσκελίσει τον μυθιστοριογράφο.<br />Από τις πρώτες συλλογές διηγημάτων (Tο μεγάλο ψέμα, 1981· Eντελώς φυσιολογικός, 1984) ώς την πιο πρόσφατη και ώριμη δουλειά του (Έρως εν καμίνω, 2001· Το ασταθές βήμα, 2009), ο συγγραφέας κατορθώνει να συζεύξει αποτελεσματικά την ιστορία και την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, αξιοποιώντας όλο και περισσότερο στοιχεία μιας νεότροπης αφήγησης. Συχνά συνδέει προσωπικά (επαγγελματικά, οικογενειακά, ερωτικά κτλ.) βιώματα με συλλογικά, πολιτικά θέματα από τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, επιτυγχάνοντας να αποδώσει με πικρό χιούμορ και σαρκασμό κρίσιμες ή και τραγικές στιγμές από την πρόσφατη ιστορία του τόπου. Επιστρατεύει συνήθως ρεαλιστικές τεχνικές, παρόλο που δεν λείπουν διαφυγές στον χώρο του φανταστικού, ακόμη και της ένθετης λυρικής ποίησης.<br />Στα πιο ώριμα διηγήματα της συλλογής Έρως εν καμίνω, αλλά και σε πιο πρόσφατα αφηγήματα της συλλογής Το ασταθές βήμα, σμίγοντας το τραγικό με το κωμικό, το σοβαρό με το ευτράπελο, το υψηλό με το ταπεινό, το ιερό με το ανίερο, ο Χρ. Χατζήπαπας επιτυγχάνει να τιθασεύσει τη μελοδραματική διάχυση ή την πατριωτική έξαρση. Και εδώ επανέρχονται στοιχεία που συναντάμε και στα πρώτα βιβλία του (αλλά και στα μυθιστορήματά του), όπως ο έντονος ερωτισμός, μνήμες αγαπημένων προσώπων και ανέμελων σκηνών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, προσωπικές εμπειρίες και συλλογικά βιώματα, στιγμιότυπα ειρηνικής συμβίωσης και αντιπαράθεσης Eλληνοκυπρίων και Tουρκοκυπρίων ή συγκρούσεων αριστερών και δεξιών κτλ.<br />Ωστόσο, στο τελευταίο βιβλίο του, παρά το γεγονός ότι η μεσαία και ίσως η κορυφαία ενότητα του βιβλίου («Τα της Κύπρου») αναφέρεται σε ιστορικές περιπέτειες του τόπου (από τον αντιβρετανικό Αγώνα της ΕΟΚΑ και τις διακοινοτικές συγκρούσεις ώς το πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και την τουρκική εισβολή του ’74), εμφανίζονται παράλληλα ή διογκώνονται σημαντικά δύο άλλες θεματικές περιοχές: Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται με δέκα διηγήματα που αφορούν «τα της ύπαρξης και της ψυχής»· ενώ το τρίτο μέρος της συλλογής περιλαμβάνει άλλα πέντε διηγήματα, που αφορούν «τα των δούλων», δηλαδή την ποικιλότροπη εκμετάλλευση και κακοποίηση οικονομικών μεταναστών στο νησί των «μακάρων».<br />Τα δέκα διηγήματα της πρώτης ενότητας, «τα της ύπαρξης και της ψυχής», θα μπορούσαν κάλλιστα να στεγαστούν υπό τον τίτλο «του έρωτα και του θανάτου». Ο έρωτας στις ποικίλες εκδοχές του και ο φόβος του θανάτου, είτε χωριστά είτε από κοινού, επανέρχονται σε διαφορετικές δόσεις σε όλα σχεδόν τα κείμενα της ενότητας αυτής. Η έκταση των κειμένων ποικίλλει· το πιο συνοπτικό είναι μόλις δύο σελίδες, το εκτενέστερο υπερβαίνει τις τριάντα σελίδες του βιβλίου. Πιο εκτενή και πληθωρικά είναι τα δύο διηγήματα που τοποθετούνται στη Βουλγαρία. Στο πρώτο («The pecouliar man»), μέσα από σεξουαλικά λογοπαίγνια και ένα ανάλαφρο επεισόδιο, μεθοδεύεται αρκετά αποτελεσματικά η απομυθοποίηση του κομμουνιστικού «συστήματος» στη χώρα αυτή του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το πιο εκτενές «Το λαρύγγι του διαβόλου» είναι μια μισο-πραγματική όσο και συμβολική καταβύθιση στις εκβολές ενός ποταμού, που μετατρέπεται σε υποχθόνιο και χάνεται κάπου στα έγκατα του ορεινού όγκου της Ροδόπης. Η περιπέτεια αυτή τελειώνει με τον άδοξο χαμό της ερωτικής Μάσιας, που συμβολίζει, ίσως, και το τέλος της ερωτικής αθωότητας. Περισσότερο δραστικά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο συνοπτικά και ευσύνοπτα κείμενα της ενότητας αυτής, αρχίζοντας από το «Ασταθές βήμα» και φτάνοντας στο «Πωλούνται φιόρδ». Στο πρώτο, που θυμίζει τα ομόθεμα ιδιωματικά ποιήματα του Λιπέρτη και του Μόντη, θεματοποιείται ο μάλλον γεροντικός έρωτας του αφηγητή προς μια νεαρή ύπαρξη. Πρώτα ο Λιπέρτης ασχολήθηκε αρκετά επίμονα (τουλάχιστον σε τέσσερα ποιήματά του: «Το κλάμαν», «Παιδκιώννω», «Γέρον μεν λιματεύκεις» και «Εν αερούδιν που ρίβκει τα φύλλα») με το θέμα του ηλικιωμένου άντρα που λιγουρεύεται τρυφερά κορίτσια ή πολιορκείται από αυτά: «’Ντα του γερόκαττου τζαι πάλε τρυφερά /αρέσκει του να τρώει ποντικούδκια / τζαι συναγλείφεται θωρείς τον μια χαρά / τζαι μούρρου μούρρου τζαι λαλεί τραούδκια»). Το δίπολο νιότη/γερατειά, ή γεροντική λαγνεία/ερωτική ακαταδεξιά της νιότης, ή συνειδητοποίηση τους τέλους της ζωής ως αντίστιξη στη νεανική ακμή, όπως καθρεφτίζεται και στους στίχους από τη «Δροσούλλα» του Μόντη Εσού ’σαι τα χαράματα του φου/ που μολοούσιν μέραν τζαι ξιφώτιν, / εγιώνι το σουρούππιασμαν. Λαλώ / μ’ όπου τζαι να ’ν’ η μέρα καρτερώ την) επανέρχεται ως κύριος θεματικός άξονας και στο εξαιρετικά σύντομο «Το ασταθές βήμα». Το αφήγημα απογειώνεται με την καταληκτική ονειρική και ποιητική εικόνα, στην οποία οι λύκοι («που οσμίζονται από μακριά το ασταθές βήμα των αποχωρούντων») στοιχειώνουν τον ύπνο και τους υπαρξιακούς φόβους του κεντρικού ήρωα. Η κατάληξη αυτή μας προϊδεάζει για τη θεματική του δεύτερου διηγήματος της συλλογής («Σαν δισκοβόλος»), όπου οι ανέμελες αταξίες της παιδικής ηλικίας (ο ανασκολοπισμός τζιτζικιών) συνδέονται με τον μύθο του Τιθωνού, ενώ στη συνέχεια η εξόντωση των μακάβριων και ενοχλητικών κορακιών ανασύρει από το ασυνείδητο, μέσω του ονείρου, τον θάνατο του πατέρα, που έχει πάρει τα χαρακτηριστικά ενός τεράστιου ανθρωπόμορφου μαυροκόρακα. Εδώ οι τύψεις για τον θάνατο του πατέρα, που πέθανε μάλλον αβοήθητος, διογκώνονται και συνενώνονται με τους υπαρξιακούς φόβους του ανθρώπου που νιώθει ότι η ζωή του πάει προς τη δύση της. Παράλληλα το διήγημα αυτό έχει στοιχεία περιβαλλοντολογικού ενδιαφέροντος.<br />Πλήρης παραίτηση από τη ζωή χαρακτηρίζει τον υπερήλικα του διηγήματος «Ένας γέρος», που δεν έχει πια υπαρξιακές ή μεταφυσικές ανησυχίες, παρά μόνο διασώζει με την αρκετά ιδιωματική αφήγησή του τον ένα και μοναδικό, ανεκπλήρωτο έρωτά του. Άλλος ένας θάνατος, αυτή τη φορά ενός αγοριού, σκιτσάρεται με πολλή αφαίρεση και με ποιητικούς τρόπους και συμβαδίζει με το τέλος της βραχύβιας ζωής ενός λουλουδιού («Ο θάνατος ενός λουλουδιού»). Αρκετή αφαίρεση, ίσως και υπερβολική θολούρα, χαρακτηρίζουν κυρίως το «Συμβατό ήπαρ» και λιγότερο την «Πόλη των άσχημων». Στο πρώτο θίγεται το πρόβλημα της ελευθερίας της έκφρασης από τη σκοπιά ενός μεταμοσχευμένου συκωτιού, αλλά κυρίως το θέμα της πώλησης και μεταμόσχευσης οργάνων σε μιαν ανελεύθερη χώρα, όπου οι εκτελέσεις θανατοποινιτών συνδέονται με το μεταμοσχευτικό πρόγραμμα της χώρας. Στο δεύτερο, που αναφέρεται σε ένα συνέδριο συγγραφέων στο Τριέστι, προβάλλονται, ανάμεσα σ’ άλλα, αντιστάσεις στην παγκοσμιοποίηση. Η «Πόλη των άσχημων» καταλήγει να είναι ύμνος στην ομορφιά, δοσμένος μέσα από έναν παραληρηματικό, σχεδόν σχιζοφασικό μονόλογο του κεντρικού ήρωα, που έχει κορεστεί και μεθύσει από το κρασί και την ασχήμια.<br />Τα δύο τελευταία διηγήματα του πρώτου μέρους του βιβλίου («Πωλούνται φιόρδ» και «Η πείνα του κυρίου Ραντέσκου») είναι, κατά τη γνώμη μου, τα σημαντικότερα της ενότητας αυτής. Και στα δύο ο συγγραφέας αξιοποιεί με επιτυχία τη γλώσσα της ανατροπής. Στο πρώτο εξορκίζεται ο φόβος του θανάτου με ένα οργιώδες, μακάβριο χιούμορ, με αφορμή μιαν αγγελία για φέρετρα πολυτελείας σε τιμή ευκαιρίας. Στο δεύτερο επιστρατεύεται μια σατιρική και σαρκαστική γλώσσα, αλλά και στοιχεία του γκροτέσκου και του μπουρλέσκου, για να στηλιτευθούν όχι τόσο η μιζέρια του πεινασμένου νεοελληνιστή φιλόλογου από τη Ρουμανία, που έρχεται να «σώσει» τάχα την κυπριακή λογοτεχνία και να την προβάλει στο εξωτερικό, όσο νοοτροπίες και συμπεριφορές επίδοξων και φιλόδοξων κύπριων λογοτεχνών και γενικά όψεις μιας κοινωνίας που μαστίζεται από υλική ευμάρεια και αρχοντοχωριατισμό. Κυρίως στα δύο αυτά σπαρταριστά διηγήματα ο Χρίστος Χατζήπαπας μπορεί να θεωρηθεί δίκαια άξιος συνεχιστής ανάλογων κορυφαίων διηγημάτων του Πάνου Ιωαννίδη.<br />Σε τέσσερα από τα πέντε διηγήματα που αποτελούν τη μεσαία ενότητα του βιβλίου, ιδίως στα πιο αξιόλογα «Εσύ, εγιώ τζι ο Θεός» και «Με τες φασαρίες» και λιγότερο στα «Ρίψασπις λέων» και «Επτά ραβδισμοί δι’ ελαφράς καλάμου», προσεγγίζονται και αποδίδονται με τολμηρό τρόπο, χωρίς στερεότυπα, όψεις και στιγμιότυπα για τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κυρίως με φόντο τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, αλλά και νωρίτερα, στα χρόνια του αγώνα της ΕΟΚΑ, ή και αργότερα. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να μιλήσει για βιαιοπραγίες Ελληνοκυπρίων σε βάρος Τουρκοκυπρίων (που καλύπτονταν επιμελώς και για πολλά χρόνια από την επίσημη Ιστορία) ή να αναπολήσει εικόνες ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες κοινότητες του νησιού.<br />Το «Εσύ, εγιώ τζι ο Θεός» βασίζεται σε πραγματική ιστορία· στην αποτρόπαια θανάτωση του νεαρού Τουρκοκύπριου Μουσταφά Αλί από Ελληνοκύπριο, ο οποίος καταδικάζεται «στο πυρ το εξώτερον» όχι μόνον από τον αρχιμανδρίτη αλλά και από κάθε αναγνώστη. Οι κατευθυνόμενες από την Άγκυρα και το Λονδίνο διακοινοτικές συγκρούσεις του 1958 και του 1963 δεν κλονίζουν το αίσθημα δικαίου και ανθρωπιάς που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες, έναν Τουρκοκύπριο και έναν Ελληνοκύπριο, στο διήγημα «Με τες φασαρίες...», που φυγαδεύουν και γλιτώνουν ο ένας τον άλλο από βέβαιο λιντσάρισμα από φανατισμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αντίστοιχα. Ειδικά τα παρακάτω λόγια, που ακούγονται από τον βασικό αυτοδιηγητικό αφηγητή του δεύτερου κειμένου («Τόσο μικρός ήταν ο τόπος μας και δε μας χωρούσε όλους; Έλληνες, Τούρκους;») απηχούν τους ανάλογους στίχους από την κορυφαία και προφητική «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι» του Παντελή Μηχανικού, που εκφέρονται μέσα από το αθώο βλέμμα και το βασανιστικό ερώτημα του αδικοσκοτωμένου παιδιού:<br />Ένα συσπασμένο πρόσωπο / κομμένο απάνω στον πόνο,<br />ανάγλυφη / ανήλικη μάσκα<br />κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά<br />αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός<br />μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης / για να ρωτά<br />αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας<br />για να ρωτά / ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.<br />Αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα τρία υπόλοιπα αφηγήματα της μεσαίας ενότητας («Ρίψασπις λέων», «Σε πορνείο της Λεμεσού» και «Επτά ραβδισμοί...»), στα οποία ο συγγραφέας τολμά να αγγίξει και να υπαινιχθεί, μέσα από απλές ιστορίες ή υποτυπώδη πλοκή και δράση, τις ιδεολογικές-πολιτικές ή άλλες περιπέτειες και μεταπτώσεις των ηρώων του και παράλληλα να αγγίξει ακανθώδη ζητήματα που παραπέμπουν στο ιστορικό πλαίσιο των πιο κρίσιμων χρόνων της σύγχρονης Κύπρου, από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ και τις διακοινοτικές ταραχές μέχρι το ιουλιανό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, κάποτε με ανοίγματα και στα πιο πρόσφατα χρόνια. Ειδικά στο «Ρίψασπις λέων» υποτυπώνεται η διάσπαση του εσωτερικού μετώπου και το κλίμα σκοταδισμού, κυρίως μετά την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β΄ και την επικράτηση του πραξικοπήματος, που οδήγησαν τον τόπο στην καταστροφή. Η διήγηση του κεντρικού ήρωα, που επίσης εμπλουτίζεται με αρκετούς κυπριακούς ιδιωματισμούς, καταλήγει με τα παρακάτω σαρκαστικά όσο και αληθινά λόγια: «Κανένας άλλος δεν αυτοκτόνησεν. Μόνον ο τόπος. Τζιαι πασκίζουμεν τώρα να τον αναστήσουμεν. Βάρ’ του ρίγανη».<br />Λίγα χρόνια ύστερα από το αξιόλογο διήγημα της Νόρας Νατζαριάν «Εντάξει, Ντέιζι, τέλειωνε» (δημοσιεύτηκε στο ένα και μοναδικό τεύχος του περ. Πρόζα, 2006), στο οποίο δίνεται μια ευαίσθητη προσέγγιση για τον κόσμο και τα προβλήματα των οικονομικών μεταναστών στην Κύπρο, ο Χρίστος Χαζήπαπας ξαναπιάνει το θέμα αυτό στα πέντε αφηγήματα της τρίτης και τελευταίας ενότητας του βιβλίου του. Ο συγγραφέας καταγγέλλει με σκληρή γλώσσα την οικονομική, σεξουαλική ή άλλη εκμετάλλευση και κακοποίηση εργατών και οικιακών βοηθών (κυρίως από τη Βουλγαρία), βασισμένος και σε πραγματικά γεγονότα. Σε τρία από τα αφηγήματα αυτά ο διηγηματογράφος προτιμά να παραθέσει, σχεδόν χρονικογραφικά, επιστολές με παράπονα καταπιεσμένων εργατών, που υποφέρουν στο εργασιακό τους περιβάλλον από επιτήδειους και ξιπασμένους εργοδότες. Κατά κανόνα δεσπόζει η γλώσσα της καταγγελίας, που μεθοδεύεται μέσα από τον λόγο και τις τραγικές ιστορίες καταπονεμένων ανθρώπων, που έρχονται στην ευημερούσα Κύπρο για να αναζητήσουν μιαν καλύτερη τύχη και υφίστανται, σε αρκετές περιπτώσεις, την εκμετάλλευση και τον εξευτελισμό. Μπορεί τα κείμενα της ενότητας αυτής να υστερούν σε τεχνικά ζητήματα (σε σχέση με τα καλύτερα της συλλογής), αλλά φαίνεται ότι ο συγγραφέας επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον λόγο της μαρτυρίας, για να δείξει και να καταγγείλει άμεσα, με απλές και υποτυπώδεις τεχνικές, τον θεσμό της «δουλείας» στη σύγχρονη Κύπρο.<br />Τελειώνοντας και συνοψίζοντας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Χρίστος Χατζήπαπας με το Ασταθές βήμα κάνει σταθερά βήματα προς τα εμπρός και δίνει ενδιαφέροντα, ευπρόσωπα και, στις καλύτερες περιπτώσεις, αξιόλογα και σημαντικά διηγήματα, εμπλουτίζοντας και προωθώντας το προγενέστερο διηγηματογραφικό του έργο. Αφενός εμπλουτίζει τη θεματική των προγενέστερων βιβλίων του με διηγήματα που περιλαμβάνονται και στις τρεις ενότητες της συλλογής (ιδίως με αυτά που αφορούν την παρακμή της ζωής και τον φόβο του θανάτου, τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τη στηλίτευση επίδοξων και μεγαλομανών συγγραφέων και την εκμετάλλευση οικονομικών μεταναστών)· αφετέρου, προωθεί τις αφηγηματικές τεχνικές του, τη σατιρική και χιουμοριστική γλώσσα ή την αξιοποίηση στοιχείων της ποίησης, τη λυρική υποβολή, την αφαιρετική και συμπυκνωμένη γραφή, αλλά και στοιχεία μιας νεότροπης αφήγησης. Η έκδοση είναι αρκετά καλαίσθητη, ωραία διακοσμημένη στο εξώφυλλο με ζωγραφικό πίνακα της Σοφίας Χατζήπαπα, αν και έπρεπε να αποδοθούν πιο ευδιάκριτα τα γράμματα στο εξώφυλλο και κυρίως να προσεχθούν μερικές «χτυπητές» τυπογραφικές αβλεψίες. Μακάρι το βιβλίο αυτό, όπως και η πρόσφατη αγγλική έκδοση επιλεγμένων διηγημάτων του Χρ. Χατζήπαπα (Like a Discus Thrower, εκδ. Αρμίδα, 2009), να φτάσουν στους επιθυμητούς αποδέκτες τους.<br /><br />Περιοδικό «Κάπα»Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-13053376870443173752011-01-02T23:57:00.000-08:002011-01-03T00:00:06.807-08:00Sen , Ben ve AllahMustafa Ali’ye...<br /><br />Lütfi, çarpıkayaklı, elimden tuttu ve beni yan taraftaki ofise, bir kenara çekti. O saatte içerde kimse yoktu. Bana beş yüz lira verdi. Kahverengi bir zarf içinde yüz parça beş liralık.<br /> “Ama delimisin, Mehmet, bu kadar parayı nerden buldun?”<br /> “Ödünç, bana geri verecen. Kızkardeşinin evini yapıyorsun.zordasın herhalde. Ancak kimseye hiçbir şey söyleme!”<br /> “Gel, hiç olmazsa sana bir kâğıt yapayım” dedim ve onu ofisime doğru çektim.<br /> “Şşşşt! Kimse duymasın. Celal da. Rastgele annemi de görürsen o da duymasın. Sen, ben bir de Allah bilecek!”<br /> Lütfi Mehmet üç yıl önce işe alınmıştı. Kontrol Kulesinde işi öğrenmek için onu yanımıza göndermişlerdi. O gün beraberimde büyük bir sandviç götürmüştüm, öğle için. Payedelim dedim. İlk gündü, çekingen davrandı.<br /> “Kotopulo” dedim ve dinsel inançlarını düşünerek, hemen Türkçe ekledim, “tauk”.<br /> “Ma, şiro da yerim re mastro!” diyerek, dini konularda hoşgörülü olduğunu ima etmek için domuz eti de yediğini anlatmaya çalıştı.<br /> “Bana mastro deme, öyle, sadece Kosti de”.<br />Daha sonra arkadaş olduk. Balık avlamaya gittiğimde oltasını alır, benimle gelirdi. Oltayı suya atardık, yirmi kulaç. Bazan Larnaka’ya giderdik, balıkları annem kavırırdı. Başka defalar doğru Gönyeli’ye, annesi pişirirdi. Mahalle balık kokar, etrafa kediler toplanırdı. Onbir tane. Bir keresinde on bir kasa doldurduk. Çoğu “zargana” idi. Yyılanlar gibi uzun. Onları ne yapacağımızı bilemedik. Girne kapısı yanındaki buz fabrikasına vermeyi düşündük.<br />“Buz yarına kadar erir, mastro!”<br />Bazan unutur, yine “mastro” derdi.<br /> Sonra ansızın aklına başka bir fikir geldi. Boğaz’da Kristal restoran vardı. Sahibi amcasıymış. Arkadaşlarla oraya gidelim dedi. Öyle yaptık. Dört arkadaş oraya gittik. Bizimle birlikte üç de kadın geldi. Biri Türk. Arkadaşıydı belli ki... Her neyse, birbirlerine tatlı tatlı bakıyorlardı.<br />Artan balık müşterilere servis edildi. Biz bedava yedik, içtik. Sabaha kadar. “Sabaha kadar” sözünü Mehmet söylemişti. Rumcayı sadece konuşmuyordu, yazması da mükemmeldi. Gramofonda Rumca şarkılar çalıyordu. Yedik, içtik, eğlendik. Daha içerilerdeki bir masada, bir barea ile birlikte Kıbrıs Cumhuriyeti Cumhurbaşkanı Muavini Doktor Fazıl Küçük oturuyordu. Balık yemeye gelmişti. Kendisine “taze zargana” dediler. Bir an kalktı ve yanımıza geldi.<br /> “Balığın ustaları kim” diye sordu.<br /> Ben ve Lütfi Mehmet hindi gibi kabardık.<br /> “Bravo” dedi. “Bir şişe viski benden! Ve her zaman böyle, muhabbetli!”<br /> * *<br />63’ te kızkardeşimi evlendirecektik, en küçüğümüzü. Diğer iki kızkardeş İngiltere’deydi. Şanslı çıkmışlardı. İki kardeş de Amerika’da. Birinin Florida’da, deniz kenarında restoranı vardı. Diğeri sanayidekonfeksiyon işi yapardı. Hay klas kadın giysileri.<br />Cehiz anlaşması için dünürle damat ve kardeşlerinden biri evimize geldiler. Damat yan tarafa oturdu, put gibi. Onun adına diğer ikisi pazarlık yapıyordu. Kızkardeşimden yaklaşık yirmi yaş büyüktü. Kızkardeşim on yedisindeydi, put otuz beşinde.<br /> “Kardeşim, canım, ne körsün ne topal, alma bu adamı!” diye fısıldamaya çalıştım fırsat bulunca. “Kardeşlerimiz seni Amerika’da bekliyor, daha iyi kısmetin olur...”<br /> Misafirler meğer mal varlığımızı bizden daha iyi biliyorlardı. Neredeyse unuttuğumuz bir tarlamız da vardı, cehiz için onu da istediler. Bir şartları daha vardı. Damat için arsayı da satın almamızı istiyorlardı. Köyün girişinde, yol üstünde damadın babasının bir tarlası vardı. Tapuya gittik ve tarlayı kızkardeşimin üstüne çevirdik. Tapudan çıkarken dünür tarlayı bize caba vermiş diye laf atmaya başladı. Pazarlığı daha önce yapmamış, anlaşmamıştık. Ceketinin cebine bir deste beş liralık soktum. Adama haksızlık etmiş olmayalım diye. Evi inşa etme günü gelince İngiltere ve Amerika’daki kardeşler geri çekildiler. Haksız da değillerdi: “Biz damat satın almayız, küçük kızkardeşi bize yollayın”. <br />İnşaat payının tümü bana kaldı.<br /> Tam o sırada Lütfi geldi.<br /> “Olmaz!” tekrar ediyorum. “Parayı ödünç alacağım. Gel sana bir kâğıt yapayım. Yarın boğulup ölebilirim”.<br /> Ay Demet polisi yakınındaki arsaların her biri üç yüz liraya satılıyordu. Lütfi bana vereceği para ile iki arsa alabilirdi.<br /> “Allah korusun, da boğulacan!” dedi.<br /> Başka bir şey söylemeyi kabul etmedi.<br />* *<br />63’ te Kristmas günlerinde fasariya çıkınca, Kıbrıslıtürkler Lefkoşa uçak alanından çekildiler. Sadece en yaşlı olanlar kaldı. Onlar korkmuyordu. Lütfi Mehmet de kaçtı. İlk günlerde her gün kendisine köylüsü Cemal efendi ile haber yollardım, geri dönsün. Olmadı. Daha sonra geri dönmemesinin daha iyi olacağını anladım. Delilik iyice başımıza vurmuştu.<br /> Bizimle beraber genç bir çocuk da vardı. Denyalı Mustafa Ali. Babası imam mıydı, muhtar mı ne. Çocuğun ödü kopardı. Uçak alanından kımıldamazdı. Ofiste yatıyor, orda yer, orda içiyordu. Kaçıp köyüne gidecek olsaydı onu temizleyebilirlerdi. Korku içine sinmişti. Birbirimizi yeyip tükettiğimiz günlerdi. Bir benden bir senden, 58’de Grivas’la diğer yandaşları arasında olanlar gibi. Cinayet sepetleri koyardık. Enas su, enas mu: Bir bendense, bir de senden. Türk, Rum bir çoğumuzu yeyip tükettik. Mustafa İngilizlerin yanında çalışıyordu. Ben de öyle. Cumhuriyetin Hava Kontrol Dairelerinin yanında İngilizlerin de ayrı Hava Kontrol ofisleri vardı. Bir gün yan tarafımızda olanlardan biri, Yorgo, gidip Mustafa’nın babasından bir kağıt getirdi. İmzalı ve mühürlü. Mustafa ona güvendi. Babasının arkadaşı, diye! Motorlu bisikletine atladı. Mustafa önde, öteki bir “Ostin” araba ile arkasında. Bir bükümde arkasından çarptı. Mustafa hendeğe yuvarlandı.Kalkıp koşmaya başladı. Katil peşini bırakmadı, ancak başaramadı. Sadece yaraladı. Sonra yirmi iki milimetrelik tabancasını çekti. Üst üste üç el ateş açtı. Mermileri bitmiş, genç henüz ölmemişti. Kalkmıştı. Var gücü ile koşuyordu. Sendeledi, düştü. Katil genci bir kuyuya attı, üzerine de atmadığı taş kalmadı. <br /> * *<br />64 İlkbaharı. Celal hâlâ bizimle çalışıyordu. Lütfi Mehmet’ten aldığım parayı iade etmek istiyordum. Ancak götürüp teslim edeceğinden emin değildim. Kendisine pek güvenmiyordum. Zamanlar zordu. Rumca bir mektup yazdım. Mektubu Celal ile yolladım. Bir makbuz göndermesini ve üç yere imza atmasını salık verdim. Öyle düşünmüştüm. Makbuzu aldım, parayı yolladım. Yine de kaygılanıyordum. Celal parayı verdi mi?<br /> Gergin günler yaşıyorduk. Her iki taraftan “Kahramanlık” günleri idi. Akrepler gibi kuyruğumuzu ısırıyorduk, diyordu bir başıboş manastır papazı. Arada sırada davetsiz dairemize geliyor ve ayasmos yapıyordu. Anlaşılan, sanki, birşeylerin kokusunu mu almıştı? Katil bir keresinde kendisine her şeyi anlatmıştı. Arınması ve hafiflemesi için mi ne. Yoksa... hayır! Tam tersine, kahramanlık armağanı koparmak için. Dini adamın verdiği cevabı öğrendik nihayet. Fısıltı veya tahmin şeklindeki kuşkular böylece doğrulanmış oldu: <br /> “İki kez katilsin! Oğlunun ölümü için hile yoluyla babasının onayını kopardın ve onu en iğrenç ve vahşi bir şekilde öldürdün. Cehennem ateşinde cayır cayır yanmaya mahkûmsun. Seni affedecek tanrı bulunmayacak”.<br />* *<br /> Temmuz ayı ’64. “Konvoy” arasında Girne’ye gidiyordum. Hâlâ Lütfi’yi düşünüyor, kaygılanıyordum. Acaba parayı aldı mı? Gerçi, kesinlikle yasak olmasına rağmen sıradan çıktım ve kızkardeşinin evi önünde durdum. Gönyeli’de. Kendisi de dışarıya fırladı. Beni kucağına aldı, öpüyordu. Bırakmıyordu.<br /> “Lütfi, parayı aldın mı?”<br /> “Aldım, Kosti, aldım. Müsterih ol, para tam vaktinde geldi. Çok şükür, çünkü hepimiz beş parasız kaldık, işsiz...”<br /> Beni bir defa daha öptü, arabaya “konvoya” doğru çekti. <br /> “Hade yürü, buralarda durmak tehlikelidir!” dedi.<br /><br /><span style="font-size:85%;">Not: Olaylar, şahıslar kurgudur</span>. <br /><br /><span style="font-size:85%;">Rumcadan Çeviren: İbrahim Aziz.<br /><br /></span>Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-715679088723716060.post-45951891509077345732011-01-01T10:05:00.000-08:002011-01-01T10:07:04.691-08:00Гладът на господин РадескуЗа първи път виждах хора, на официален прием да ядат настървено и по начин, който напомняше сцени от лагери на умиращи от глад. Ставаше дума за многобройна делегация от журналисти и други лица, която придружаваше на приятелско посещение в Кипър популярния им диктатор Николае.<br /> След няколко години, когато положението, както всичко показваше, се беше влошило , се запознахме отблизо с господин Радеску. Известен интелектуалец от приятелската страна. Седяхме заедно на масата. Той и жена му ядяха, ядяха, докато ние се наслаждавахме на одобрението на гостоприемството ни, избягвайки за себе си големите количества, особено на месо, като внимавахме за нивата на холестерина в замърсената ни кръв. Разговаряхме повече с него, отколкото с жена му, която дъвчеше мълчаливо, без да се интересува много от това, което се говореше около нея.<br /> Обменяхме мнения за нашата литература, показваше известно владеене на материята, главно чрез едно списание, което му се изпращаше всеки два месеца безплатно. Също за приноса му изобщо за разпространяването на нашата литература в страната му и главно за новите перспективи, които се откриваха с неговото присъствие най-после тук. Докато разговаряхме той ядеше, повдигайки понякога глава, но отново се навеждаше над чинията си, подчинен на непреодолимото желание да яде.<br /> Понякога подхвърляше по някое парче месо и в чинията на жена си, поощрявайки я с някакви кратки помежду им и неразбираеми за нас диалози. Но винаги внимателно. Нечленоразделни възклицания придружаваха поглъщането и подтикването към ядене. В смисъл, че ядейки тя, толкова слаба и кокалеста жена, би натрупала резерви, които не е изключено да са полезни някога и за него. Илюзия! След като приличащото на скелет нейно тяло е изключено да отдадеше на когото и да било нещо, което беше веднъж вкарано в него и което тъканите му сигурно биха усвоили и забравили като суровина.<br /> Колко по-значителен щеше да бъде приносът му към Кипърската литература сега и с пишещата машина „свещен дар от Кипърската архиепископия” – казваше с гордост той. Мъкнеше я по неизвестни причини жена му и не я изпускаше от очи. Три дена я мъкнеше. Той понякога отваряше калъфа и я гледаше. Би могла евентуално, да се превърне в източник на храна.<br /> От години той служеше на гръцката литература в чуждата страна, където го беше скрила дълбоко една злополучна национална авантюра. Преподаваше тук там и някакъв гръцки, доколкото разбрахме от допълнителните му обяснения при временните прекъсвания. Различни негови статии се публикуваха от време на време в литературни списания в страната ни. Специално в това на левицата.И никъде другъде. Отъждествен, по причини за самосъхранение, с режима на страната, където живееше, не можеше да си представи съществуването си извън неговите рамки. И изпращаше всичко, което пишеше, единствено в това списание за всеки случай.<br /> И дойде моментът, когато щеше да го почете Кипърската държава. Така го тълкуваше. Бяха го поканили на един конгрес на преводачите на кипърска литература. Изпратиха му самолетен билет и когато той каза, че би му било невъзможно да пътува, понеже жена му и т.н. му направиха билета двоен без много да се замислят. И изпускаше един писък на удовлетворение всеки път, когато разказваше това.<br /> Дъвчейки, констатираше че „ Владиката ви е с голямо сърце, момчета, просветен йерарх. Да го пазите!” Беше го приел заедно с жена му и им подарил по негова молба тази Olivetti. Почерпил ги и с някакви соленки, „от тези флаунес* как им казвате тук?” и измъкна една от джоба си и ни я показа.<br />*флаунес - кипърски великденски соленки<br />Веднага, обаче, като че разбра гафа си, промуча нещо за да го прикрие. Но мисля, че веднъж, когато беше отворил калъфа, видях и някакви банички със сирене между клавишите на машината.<br /> Сред всеобщата им немотия, не им идваше на ум, че този непосветеният, не една, а хиляда двеста шейсет и три пишещи машини можеше да им подари... След като тогава беше времето, когато се изтегляха от употреба като остарели бабички ги пращаха в гроба и ги заместваха вече с някакви нови млади кокетки, безшумни електрически машини. Но и те започнаха бързо де се движат с неуверена походка, след като други дяволски способни мъжкарани излизаха сега боязливо на пиацата...дето ги наричаха компютъри.<br /> Би могъл следователно да му беше подарил нечестивецът една от тези безшумни електрически машини, с две -три резервни маргарити, гръцки и латински. И тогава би направил професор Радеску да плува в море от щастие, негов роб завинаги, дори и в отвъдния живот. Където някога ще дойде часът на съда, когато Господ най- вероятно ще прати по дяволите, в ада „нашия” заради непростимата му стиснатост. Ще скочи тогава господин Радеску отгоре, невинен и нищ и с цялата си стиснатост, ще поиска милост, заради онази машина чудо, която спаси в последния момент литературата ни от безпощадна щета. Но уви...Излъга се „нашият”. И ако се спасеше от катрана, това би било много за него.<br /> Къде ти ние, разбира се, да се противопоставим на госта ни. Да намекнем за пословичната му бездуховност. На онзи. Възхищаваше му се и това си е! Възхищавахме се и ние заедно с него, жертвите. Но той се възхищаваше и от държавата, да го вземе дяволът. Която го беше поканила. Възхищаваше се изобщо. И повтаряше, че имаме държава справедлива, просветлена...Беше му заседнала на езика думата: просветлен. Може от нашето слънце, което го блъскаше право в челото. Ние, обаче, нещичко знаехме и се опитвахме да прекъснем бълнуването му. Усилията ни, разбира се, отиваха напразно, понеже сътрапезникът ни продължаваше, по-внимателно, но безспирно да яде. И изпадайки непрекъснато във весела нирвана, не се оставяше да слуша.<br /> Не можеше да си представи, че нашият Крез с безсрамно голямото си богатство би могъл: Да издържа господин Радеску и жена му двайсет и пет милиона години, плащайки му най-хубавия хотел в рая. С басейни, джакузи за жена му и масажист дори, в случай че преведеше само едно стихотворение на някой наш поет, доктор по православната догма и по духовенство.<br /> Би могла църквата ни да основе и да поддържа сто шейсет и два факултета по гръцка филология и да плаща царски заплати, още по-високи от тези на Кипърския университет. Поне за шест и половина хиляди години.<br /> Би могла да изпрати там като гостуващ професор големия гуру на Факултета по Византийска и новогръцка култура. Да им преподава достойно интригата и византийщината безплатно. Стига да преведеше и господин Радеску някое негово стихотворение в крайдунавските владения. И да му изчистеше също малко риба от река Олт, ляв приток на Дунав...За да му напомня унижението (като катарзис), за сърцераздирателните дни на неговото издигане...<br /> Би могъл още с парите си Приматът на църквата да му отпусне стипендия да живее тук, в Университетското общежитие на улица Хрисалиниотиса, трийсет и девет полугодия, разполагайки се и почивайки си в любовните му покои. При условие, обаче, да гледа от време на време едно театрално представление по текст на Вустрониос. Написано и режисирано от Великия магистър на Философския факултет. И да извежда кучето му на разходка, за да ходи по голяма нужда два пъти на ден.<br /> И въпреки че би могъл да му предостави всичко това, Владиката му подари една употребявана пишеща машина оlivetti.<br /> Ние, разбира се, като опашка на всичко това, викахме браво. Впечатлени от неговата наивност и скромност, знаейки, обаче, че в сърцето му се беше утаил един тънък слой на подозрение.<br /> Много пристигаха дори в таверната и му мъкнеха книги. Някои, макар че се притесняваха, сядаха за едно питие за запознаване. Други ги поставяха просто до пишещата машина, като че тя му беше секретарката. На всички казваше по някоя добра дума. Някои, които го бяха срещнали явно в предишните дни, се озоваваха в специални класации. По някакви непознати за нас критерии. Други пък ги отличаваше, правейки им по две или три теманета. Не му знаехме, обаче, мерилото. Изричаше похвални слова, но за някои от похвалите му бяха съмнителни по един своеобразен, негов си начин. Улових се тогава, че съм малко подозрителен към безкрайно сладките му думи. Последните клиенти го товареха с две – три книги, без нищо друго за консумация: течно или сухо. Глупаци! В неговата страна трябва да раздаваха дори оцеляването с купони, както по времето на великия им Владетел, когото възпяваха в стихотворения, както никого другиго, за справедливия начин на разпределение. И когото, ако се изгубеше тогава в един момент сред радиовълните и вавилонското стълпотворение от гласове, щеше да чуеш стихоплетците му да декламират гръмко:<br /> Таратам таратамом, таратум<br /> Демократе нон диктаторе тараторе<br /> Николай цайке Цаиску<br /> Ел патрис маджоре ебале<br /> Николай цайке Цаиску.<br /> Аз, който го придружавах, при това няколко дни, и виждах цялата тази бруталност на купищата хартия, не му дадох никаква книга. Разбирах трудностите му. Къде щяха да се поберат сега в малките им куфарчета толкова книги? Къде щяха да сместят два -три коняка, пет -шест кутии безупречно кипърско кафе, няколко дрешки, които беше купила жена му с джобните пари, малко трахана*, каквато бяха яли някъде и страшно им харесала, няколко традиционни халумита**, изключително мезе, някоя шунка във вакуумна опаковка.. и „къде да ги сложим сега, бе момчета. Ах, и наденички сега, изключено е.” Блъскаха ги с мъка сред дрехите си и книгите.<br />*трахана – вид суха супа от жито и кисело мляко<br />** Халуми- вид кипърско сирене<br /> Беше и пишещата машина. Но за нея се възползвахме от една лична карта, трябва да беше на старши счетоводителя, която му беше предоставена като византийска привилегия от Архиепископията. Обади се по телефона и уреди нещата с аеролиниите да не се счита за тежест. Ах, златни хора! В страната си трябваше да подкупва, представям си, един механизъм от шейсет и един жандармеристи и още толкова митничари, за да прекара през границата една негодна пишеща машина. Без да й развалят челюстите, като подозрителен предмет според режима, който рухна. Специално, ако вътре намереха баничките със сирене, сигурно щяха да го затворят като провокатор.<br />Щяха да ги изпратят в Държавната химическа лаборатория, за да се изключи Clostridium botilinum, виновен за евентуални масови отравяния на населението. Обаче си осигури този документ, който удостоверява, че машината „ представлява стока неподлежаща на облагане с мито, след като ще се използва за благото на Кипърската литература”...Продиктува го на дяконите и го написаха. Господин Радеску в страната на чудесата! <br /> Закарах го до летището. Имайки едно подозрение, че се беше отвратил от всички нас и че не го интересуваше вече ни най-малко Кипърската литература, след това, което видяха очите му в обществото на изобилието. И тогава измислих един номер. Куфарите им приличаха на натежала бременна жена в деветия месец. Оставих го за малко без да го гледам, за да може да направи това, което имаше на ум от известно време. Беше завладян внезапно от една нервност, която ми напомняше котка, когато се подготвя да изкопае дупка, за да зарови изпражненията си. Престорих се, че имам нужда от цигара и излязох навън. Оставих ги сами пред гишето за проверка. Видях от далече, че жена му сама да пази багажите, докато той беше изчезнал.<br /> След това се върнах да се сбогувам с тях. Щом като тръгнаха към проверката на паспортите, проследих следите му към тоалетните. Явно ни има зъб, викам си. Претърсих тоалетните една по една.<br /> Е, не, да му се не види! Бях се излъгал. Несправедливо го бях обвинил. В тоалетната имаше само пет кила книги! Колкото да мине багажа му през кантара.<br /> Прегледах ги. Всички бяха шкарто. Но една беше хубава. На един наш много голям поет, който с право се подготвяше за Нобел. Предопределяха го и някои организации за това. Даже и Философския факултет, докато звездата му внезапно угасна. Беше в момента, когато великият Магистър на Философския факултет сам изяви поетическа нагласа. Даже беше вече преведен в хиляда страни и на стотици езици, поне толкова много, на колкото жителите им се бяха радвали на гостоприемство в бърлогата му на улица Хрисалиниотиса. Но да не губим сега истинската си цел – спасяването на един истински поет. Да го остави ,брей, майка му стара, в тоалетната?! Чакай, бе приятелю! Ако не бях отишъл да го намеря, щеше да се вмирише до сутринта. Извадих го веднага оттам и го изнесох навън на чист въздух.<br /> След това, обаче, премислих нещата хладнокръвно. Как при определени обстоятелства, би могъл дори и един поет да бъде принесен в жертва: за едно кило трахана или за една ока пушени наденички. Една кипърска винена наденичка, за онези, които не я знаят, струва колкото няколко национални балкански поети или дори от Западна Европа. Докато съответно едно традиционно халуми от овче и козе мляко, свързвайки го специално с онзи коварен символизъм, би могло да замести дори и най-добрата ни поетеса на любовна лирика. Мисля, обаче, че нея я беше уважил. Тя пътува в багажите му, малко притеснена за сега, но като излезе на бял свят, има какво да каже на страната му. И с един добър превод от студентите на господин Радеску, ще може да говори на сърцата на цял един народ, зажаднял за идеи и любов.<br /><br />Щом влязох в колата, за да се върна, избухнах в такъв смях, че не можех да продължа. Отбих встрани от пътя, както бих направил сега, ако изведнъж някой ми звънне по мобилния, за да не ме хване полицията. Както и да е, това, което ми каза непознатият шегаджия от измисления телефон беше наистина потресаващо: Отиди бързо в хотел Клеопатра! Не губи нито минута, защото след половин час най-много ще са събрали боклуците.<br /> И така натискам газта и изчезвам. Нямаше движение, мракът се оттегляше бавно. Пристигнах спокойно на мястото на престъплението. Ако кажех, например, че едва успях да изпреваря боклукчиите, бих станал мелодраматичен. След това научих, че даже не бил денят, в който събирали боклука.<br /> Въпреки това претърсих всички боклукчийски кофи пред хотела. Нищо. Абсолютно нищо! Я стига, казвам си, това вече надминава всичко. Да подозирам напразно хората. Вманиаченост на мръсник.<br /> Когато изтощен и отчаян станах вече да си ходя, забелязах рецепциониста да ме следи. Приближи, гледайки ме подозрително.<br /> „Нищо ли не намери?” – пита.<br /> „Точно така! Нищо.” – казвам.<br /> „Ама какво търсиш? Загубил ли си нещо?”<br /> Не знаех дали бях изгубил нещо. Бях забравил какво търся.<br /> „Дойде и полицията», ми казва, «току-що си отиде. Не успя да ги хване. Излетели!”<br /> „Какво са изхвърлили?” – знам си аз моята.<br /> „Някакви ги видели да излизат в тъмното от задната врата и да мъкнат труп”.<br /> „Кои, бе човече?”<br /> „В чувал”.<br /> Разбрах. Отидох в задната улица и вдигнах капака на боклукчийската кофа. Там вътре лежеше тежкият труп на Кипърската литература.Christos Hadjipapashttp://www.blogger.com/profile/15040106116191622575noreply@blogger.com0