Την ανέβασε ένας κλητήρας στο γραφείο μου.
«Σε έχουνε μάθει, δε γλιτώνεις!» μου είπε με συμπόνια. Ο νεαρός άντρας θα πρέπει να είχε προσέξει, ακόμη κι αυτός, πως τον τελευταίο καιρό είχα κι εγώ τις μαύρες μου.
«Άκουσα πολλά για σας. Παρακαλώ να με βοηθήσετε!» Μου μίλησε βεβαίως στα βουλγάρικα. Στη γλώσσα μας. Συστήθηκε. Ντομπρίνκα.
Δούλευε σε κάποιο χωριό της Λάρνακας. Αγροτικές εργασίες, αλλά και άλλες. Γύριζαν τα πανηγύρια, τα φεστιβάλ και πουλούσαν ρούχα, παιγνίδια, παπούτσια κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό σου. Ακόμη και καζαντί* νομίζω πως είχαν, αν καλά κατάλαβα από την περιγραφή: Με μια μπίλια και κάτι τρυπίτσες σ’ ένα πολύχρωμο ταμπλό μπορείς να κερδίσεις από ουίσκι, μπουλούκους* και πούρα μέχρι καναρίνια, παπαγάλους ζωντανούς και περδίκια και λαγούς σκοτωμένους.
Έκλαιγε, έκλαιγε. Μετά πλησίασε να με αγκαλιάσει.
«Άκουσε να δεις!» της κάνω κοφτά. «Συμπατριώτισσα είσαι, θα καταλάβεις. Θα σε βοηθήσω σ’ ό,τι μπορώ, φτάνει να σταματήσεις να κλαις. Έχω πίεση, έχω κι εγώ τα δικά μου, σταμάτα να κλαις!»
Σταμάτησε μεμιάς, σαν να πίεσα ένα μαγικό κουμπί κι άρχισε να μου λέει: «Είμαι ευχαριστημένη από το μάστρο*, όμως από τότε που έφερα και την κόρη μου, ένα χρόνο τώρα, άρχισαν τα προβλήματα... Σε σημείο που περνά κάποτε ολόκληρη νύκτα και δεν κλείνω μάτι. Την έφερα κι αυτήν γιατί, όπως ξέρεις, με το δεύτερο άντρα μου χωρίσαμε εδώ και τρία χρόνια...»
Εγώ βεβαίως και δεν ήξερα τα οικογενειακά της. Την έβλεπα για πρώτη φορά. Καλοβαλμένη, θα πρέπει να ήταν αρκετά όμορφη πριν δέκα χρόνια, σαφώς νεότερή μου και σαφώς βασανισμένη. Επέμενε να μου λέει και πράγματα αχρείαστα. Δεν πειράζει, όλοι μας το ίδιο κάνουμε. Από τον καιρό που οι εξομολογητές παπάδες δεν μπορούν πια να παίξουν το χαρτί του υπερούσιου, αντικαταστάθηκαν από φίλους και, ελλείψει αυτών, από ψυχαναλυτές. Οι ψυχίατροι παρεμβαίνουν μετά, όταν είναι ήδη αργά... Στις σκέψεις μου εγώ.
«Το κορίτσι, πόσο είναι;» Δεν ξέρω γιατί προς στιγμή αυτό μ’ ενδιέφερε.
«Δεκαπέντε. Πήγαινε καμιά φορά στην πόλη μας, στη μάνα μου και την έβλεπε. Της έπαιρνε και δώρα. Ρούχα, παπούτσια. Πολλά ρούχα».
«Ποιος;»
«Ο πατριός της. Δεν του είχα όμως εμπιστοσύνη. Της κουβαλούσε ακόμη κιλοτάκια και σουτιέν κι επέμενε να τα δοκιμάζει μπροστά του. Ο πατέρας της οδηγούσε λεωφορείο, ξέρεις, και σκοτώθηκε όταν η Μιλένα ήταν δύο χρονών. Θυμάσαι που ένα ‘τρελό λεωφορείο’, γράψανε τότε κι οι εφημερίδες, έπεσε πάνω σε...»
Όλοι αυτοί μάθαιναν πως μια Βουλγάρα δουλεύει σ’ ένα κυβερνητικό Τμήμα. Που κάνει και μεταφράσεις... και τις στέλνει άμα λάχει, στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτά διαδίδονταν, ενώ η αλήθεια ήταν άλλη. Από το γραφείο του Προέδρου ή άλλο Τμήμα, έστελναν διάφορες επιστολές από ξένους πολίτες για μετάφραση.
Το πρόβλημά της ήταν που τα αφεντικά είχαν ένα γιο νοητικά λειψό. Καθυστερημένο δύσκολα θα τον έλεγε κανείς. Ούτε η ίδια η Ντομπρίνκα δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτή τη λέξη. Πήγαινε και ξάπλωνε κάθε βράδυ στο κρεβάτι της Μιλένας.
«Τον διώχνουμε κι αυτός γελά. Το κορίτσι φοβάται, δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μένει άγρυπνο, όπως κι εμείς»
«Ποιοι εσείς;»
«Είμαστε τρεις στο δωμάτιο. Μεγάλο δωμάτιο, άνετο. Εγώ, η Μιλένα κι η Πέπα. Με νιπτήρα και αποχωρητήριο».
«Κι αυτός;»
«Ο Κωστάκης πηγαίνει κάθε βράδυ πριν ξαπλώσει η Μιλένα και πέφτει στο κρεβάτι της».
«Και τι λένε η μάνα του, ο πατέρας του;»
«Τους παραπονεθήκαμε πολλές φορές. Τι να κάνουν, λένε. Δεν ακούει. Υπόσχεται και την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια».
Συμπληρωματικά κατάλαβα πως η Μιλένα κονομούσε κι αυτή το κατιτί της. Ιδιαίτερα στη Γιορτή του Κρασιού ή του Κατακλυσμού και τ’ άλλα πανηγύρια. Της δίνανε διπλό μεροκάματο. Όμορφη καθώς ήταν (μου έδειξε τη φωτογραφία της, έμοιαζε με μικρή νεράιδα) προσείλκυε κόσμο. Νεαρόκοσμο, φαντάζομαι. Τη βάλανε υπεύθυνη του καζαντί. Καλά ήτανε.
«Φτάνει ο Κωστάκης να μην ανέβαινε κάθε βράδυ στο κρεβάτι της. Αθώος είναι. Όταν τον τραβάμε γελά συνέχεια. Δεν είναι παλαβός, να ξέρεις, κάποτε της διαβάζει παραμύθια. Εκείνη όμως δεν θέλει. Ένα βράδυ τον είχε πάρει ο ύπνος, είχε ξαπλώσει από νωρίς στο κρεβάτι της κι η Μιλένα ήρθε και κούρνιασε δίπλα μου. Μετά από καμιά ώρα ήρθε κι αυτός κι ήθελε να χωθεί ανάμεσά μας. Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση. Δεν είναι κακό παιδί, όμως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Μια φορά μου χούφτωσε κι εμένα τον κώλο. Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει».
Γράψαμε μια επιστολή και τη στείλαμε στο Τμήμα Αλλοδαπών.
Η Ντομπρίνκα, που τ’ όνομά της θα πει «καλή» ή «καλούδα», δεν φάνηκε ξανά. Μετά από δυο τρεις μήνες τηλεφώνησε σπίτι. Δεν ξέρω πού βρήκε το τηλέφωνο. Πάντως ήταν ανησυχητικό, από δυο απόψεις: Μη μάθουνε τώρα να με παίρνουν και στο σπίτι. Μετά... κάτι κακό, λέω.
«Όχι, μην ανησυχείς. Καλύτερα είναι τα πράγματα. Μας έδωσαν από πάνω ξεχωριστό δωμάτιο. Εμένα και της Μιλένας. Σ’ ευχαριστούμε. Θα περάσουμε κάποια μέρα, να ανταποδώσουμε...»
Αυτό το «ανταποδίδω» ηχούσε πάντα στ’ αυτιά μου αρνητικά. Εμπεριείχε μιαν απέχθεια. Από τον καιρό του σοσιαλισμού στη χώρα μου. Σήμαινε πάντα ένα είδος ανταπόδοσης για μια αυτονόητη και εκ του καθήκοντος επιβαλλόμενη υπηρεσία προς τον πολίτη. Σε γιατρούς, κομματικούς, δημόσιους υπαλλήλους. Ακόμη και προς τη μανάβισσα της γειτονιάς. Που μου φύλαγε, για παράδειγμα, σακί πατάτες ή μια δέσμη κρεμμυδάκια, περιζήτητα μεσοχείμωνα, κάτω από τον πάγκο. Κι εκείνα τα σγουρά μαλακά μαρούλια, τόσο νόστιμα, νομίζω πως δεν υπάρχουν σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου. Σαλάτα με φρέσκα σκόρδα τέλος Φλεβάρη... Αυτοί οι συνειρμοί μου.
«Βλακείες! Αυτά κομμένα, δεν είπαμε;»
«Εντάξει... Τότε, για να γνωρίσεις τη Μιλένα».
«Αυτό γίνεται. Θα χαρώ πολύ να τη δω. Είναι τόσο όμορφη, όσο στη φωτογραφία;»
«Πιο όμορφη! Όσο μεγαλώνει πιο όμορφη γίνεται. Έμαθε και τα ελληνικά... Δέκα φορές καλύτερα από μένα».
«Είπαμε και την άλλη φορά. Να σκεφτείς και για κανένα σχολείο...»
«Ναι, ναι, είπαμε...»
Πρωί με τον καφέ διάβαζα καθημερινά τις εφημερίδες. Ήταν μέρος της δουλειάς μου. Ο γερμανικός τύπος, ο βουλγάρικος και ο κυπριακός, εν μέρει. Διάβαζα όμως με την αντίστροφη φορά. Και τα πιο φρέσκα. «Ανήλικο κορίτσι βιάστηκε βάναυσα από νεαρό με νοητικά προβλήματα».
Μάταια έψαξα πιο κάτω για το όνομα. Ξεφύλλισα και τις υπόλοιπες εφημερίδες. Διευκρινιζόταν απλώς πως επρόκειτο για αλλοδαπή.
Ήμουνα ταραγμένη μέχρι το απόγευμα που ήρθε από μόνη της και με βρήκε η είδηση που δεν ήθελα ν’ ακούσω. Στο τηλέφωνο ήταν ο ψυχίατρος Βερέδης από τη Λάρνακα.
«Είναι εδώ μια κυρία από τη Βουλγαρία και θέλει να σας μιλήσει».
Η Ντομπρίνκα έκλαιγε, δύσκολα άρθρωνε τις λέξεις.
«Έλα, εσύ μπορείς να μας βοηθήσεις...»
Πήρα ξανά πίσω τον γιατρό και μου εξήγησε τη διεύθυνση της κλινικής. Μου είπαν πως την έφερε εδώ μια λειτουργός του Τμήματος Ευημερίας μαζί με την αστυνομία. Το κορίτσι θα πρέπει να κοιμάται...Με τα ηρεμιστικά που θα της έδωσαν.
Ήθελα να της πω δυο λόγια παρηγορητικά. Δεν ξέρω γιατί, προς στιγμή είχα πιστέψει πως αυτό που θα της έλεγα θα την έφερνε ξανά πίσω στον εαυτό της. Λάθος, βέβαια. Μόλις μας είδε να μπαίνουμε μαζί με τη μάνα της το κορίτσι αποτραβήχτηκε και κουλουριάστηκε στη γωνιά, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Έμοιαζε με λαβωμένο αγρίμι σε κλουβί. Μόλις πρόλαβα να δω το αγγελικό προσωπάκι της, σ’ ένα σπασμό, και με μια μελανιά στο μάγουλο μέχρι κάτω στο λαιμό. Είχε κρυφτεί μέσα στο φόβο της κι εγώ είχα ξεχάσει ό,τι λογάριαζα να πω. Μόνο της χάιδεψα νοερά το κεφάλι πάνω από την κουκούλα της ντροπής της.
Κλείνοντας την πόρτα ακούσαμε το γοερό της κλάμα. Τώρα άρχιζε.
------------------------
καζαντί – παραδοσιακός πλανόδιος τζόγος, κινητός (σε προσαρμοσμένο αμαξάκι) και δημόσιος (σε πανηγύρια και γιορτές).
μάστρος – εργοδότης
μπουλούκος - αρκούδος
Δεκέμβρης 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου