Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Book Review for the Turskish edition of The Unsteady Step (in Greek)

Gurgenc Korkmazel,

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΤΟ ΑΣΤΑΘΕΣ ΒΗΜΑ του ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ

Μην έχοντας καμιά διάθεση αυτοκριτικής, αιτιόμαστε συνήθως τους Εγγλέζους, τις ΗΠΑ, την Τουρκία ή και την Ελλάδα για ό,τι συνέβηκε στην Κύπρο. Δεν μας βαραίνει καμιά ευθύνη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μας ούτε και καμιά ενοχή. Ούτε οι Τουρκοκύπριοι (Τ/κ) ούτε οι Ελληνοκύπριοι (Ε/κ) νιώθουν αυτή την ανάγκη, ίσως επειδή η πλειονότητα των πολιτών αυτού του νησιού σκέφτεται στενόμυαλα. Μόνο η λογοτεχνία και η Τέχνη γενικότερα μπορούν να διδάξουν στον κόσμο την αυτοκριτική και εξ αυτής να ανοίξει ο δρόμος εξόδου από αυτό τον αυτοεγκλωβισμό. Το ασταθές βήμα ήδη από τον τίτλο του προδιαθέτει γι’ αυτό και αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς πρέπει να πορευτούμε. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας Ε/κ διηγηματογράφος μεταφράζεται στα Τούρκικα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο βιβλίο διηγημάτων που να περιγράφει τόσο ανάγλυφα για το πώς η Κύπρος έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση, τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, την κυπριακή ταυτότητα, μα και την ψυχολογία των Ε/κ. Την πλειονότητα των διηγημάτων σ’ αυτό το βιβλίο του Χατζήπαπα την αποτελούν διηγήματα από το Ασταθές βήμα, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 2009. Παράλληλα, έξι διηγήματα έχουν επιλεγεί από τρία άλλα βιβλία διηγημάτων του, Το μεγάλο ψέμα, (1981), Εντελώς φυσιολογικός (1984) και το Έρως εν καμίνω (2001). Στα περισσότερα διηγήματα του ο Χρίστος Χατζήπαπας καταγράφει μνήμες και εμπειρίες του. Οι ιστορίες του είτε αντλούν είτε αναφέρονται στη μυθολογία και την ιστορία, καταγράφοντας κοινωνικά προβλήματα και θέματα. Ωστόσο, αν και η βάση των διηγημάτων του είναι η πραγματικότητα, η οροφή τους βρίσκεται ανάμεσα σε σύννεφα φαντασίας. Ο συγγραφέας παίζει ένα παιγνίδι ανάμεσα στα όρια του ρεαλιστικού και του φανταστικού, ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Όπου ο αναγνώστης έκπληκτος και ενίοτε κατάπληκτος κινείται ανάμεσα σ’ αυτές τις αντιφάσεις και αντιθέσεις. Ο Χατζήπαπας είναι ένας αθυρόστομος συγγραφέας. Περισσότερο από κάθε άλλο τα διηγήματά του διακρίνονται για το κριτικό τους ύφος, προσεγγίζοντας με καυστικό πνεύμα την αδικία, την ανισότητα και την επιβολή. Τα βάζει με τη θρησκεία, το κράτος και άλλους θεσμούς. Ακόμη, οι «ήρωες» των διηγημάτων του κουνούν το δάχτυλο πρωτίστως στον εαυτό τους. Ασκώντας κριτική, ο μύθος του ταλαντεύεται ανάμεσα στην ειρωνεία και διαφορετικές δόσεις χιούμορ. Μερικά διηγήματά του μπορούν να μετατρέψουν κάποιο συναίσθημα σε χαμόγελο, κινητοποιώντας και τους πενήντα εφτά μυώνες του προσώπου. Στα διηγήματά του ο συγγραφέας στηρίζει την κυπριακή ταυτότητα και αυθεντικότητα μέχρι τέλους. Ειδικότερα σε κάποιους διάλογους αφήνει περιθώριο στην ντοπιολαλιά και το ιδίωμα. Τα διηγήματα του Χατζήπαπα αντιπροσωπεύουν την ενοχή και τη συνείδηση απέναντι στα εγκλήματα που έχουν διαπραχτεί και τις τραγωδίες που έζησε η Κύπρος στην πρόσφατη ιστορία της. Ωστόσο, τα πολιτικά διηγήματα του Χατζήπαπα είναι επίσης ερωτικά (Πολιτικά – ερωτικά, λογοτεχνικό είδος που τόσο αρμόζει στην Κύπρο!). Ιδιαίτερα τα διηγήματα από τις δύο τελευταίες συλλογές (Έρως εν καμίνω και Το ασταθές βήμα), αποπνέουν ένα ερωτισμό έλξης /έντασης ανάμεσα αρσενικού και θηλυκού, ερωτικά εν γένει. Έχω την άποψη πως ο Χρίστος Χατζήπαπας είναι ο καλύτερος ζων διηγηματογράφος στην Κύπρο. Πιστεύω ακόμη πως το βιβλίο του θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Τ/κ συγγραφείς. Όπως ήδη γνωρίζουμε, οι δυο κοινότητες αγνοούν η μια τη λογοτεχνία και την Τέχνη της άλλης. Έτσι στο δρόμο για τη λύση και την επανένωση του νησιού, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πρόσθετη ευκαιρία, χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα έργα και μεταφράσεις σαν αυτό το βιβλίο. Αυτό είναι μονάχα η αρχή. Στο αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να εκδοθούν κι άλλες μεταφράσεις έργων, πράγμα που πιστεύω ότι θα μας φέρει πιο κοντά τον ένα στον άλλο. Από το τουρκοκυπριακό περιοδικό Gaile, 7 Ιουνίου 2014.

Book Review of The Unsteady Step of the Turskish Edition (in English)

FIRST GREEK CYPRIOT SHORT-STORY BOOK IN TURKISH: UNSTEADY STEPS Bearing no signs of self-criticism, we carry on blaming England, the USA, Turkey and/or Greece for what happened in Cyprus. Most of us feel no responsibility for our near past and do not feel guilty. Neither the Turkish Cypriots, nor the Greek Cypriots do this; mainly because the majority of the people on this island are narrow-minded. Only literature and art can teach people self-criticism and hence, help them find their way out of this narrow-mindedness. The aforementioned book in the title of this writing is a very fine example to this kind of work. This is the first time a Greek Cypriot short-story, writer’s book has been translated into Turkish. I can’t think of a better short-story book to describe the situation which Cyprus has been dragged into, the occurrences of the near past, the Cypriot identity (and the psychology of the Greek Cypriots). The majority of the short-stories in this book have been taken from Hristos Hacipapas’ last short-story book, Unsteady Step which was published in Athens in 2009. Besides, six short-stories selected from his three short-story books The Great Lie (1981), Absolutely Normal (1984) and Eros in the Furnace (2001) have been included. In most of his stories Hacipapas writes of his memories or personal experiences. His stories either feed off from or make references to mythology and history. Social problems and matters are the main subjects of his stories. Although the base of his short-stories is reality, the roof is among clouds of fantasy. The writer plays with the limitations of reality and imagination, the state of awakening and dreaming. Whereas the reader, surprised, sometimes astonished, moves between these contradictions and contrasts. Hacipapas is a sharp-tongued writer. More than anything, his short-stories are critical. He always approaches inequality, unfairness and dominance with criticism. He picks on religion, the state and order. Still, the ‘heroes’ in his short-stories all point the finger of criticism firstly towards themselves. When criticising, the pendulum of the story moves between irony and various doses of humour. Some short-stories can transform a certain emotion to a smile, moving all fifty seven muscles. In his short-stories he supports the Cypriot identity and authenticity until the end. Especially in the dialogues, he gives room to the native tongue, dialect a lot. Hacipapas’ short-stories represent the guilt and conscious felt towards the crimes committed, the tragedies experienced in Cyprus in the recent history. However political Hacipapas’ short-stories are, they are also erotic (Political-erotic, a genre so suitable for Cyprus!) Especially the short-stories in his two last books (Eros in the Furnace and Unsteady Step) hold many sexual references, the sexual attraction/tension between male-female, being erotic in general. I think Hristos Hacipapas is the best living short-story writer in Cyprus. And I believe this will be an inspirational book for Turkish Cypriot writers. As we already know, both communities are ignorant to each other’s literature and art in Cyprus. Therefore, on the way to an agreement and reunion, in order to create a change, we need more and more works and translations like this one. This is just the beginning; in the near future more translations will be published and I believe this will bring us closer to each other. Gürgenç Korkmazel7 Haziran 2014 Cumartesi, Gaile magazine

Σύντομο βιογραφικό

Ο Χρίστος Χατζήπαπας γεννήθηκε το 1947. Σπούδασε Κτηνιατρική στη Σόφια όπου έκανε μεταπτυχιακά. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα. Τέσσερα από τα βιβλία του τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο. Το μυθιστόρημά του «Στο μάτι του φιδιού» (εκδ. Καστανιώτης) μεταφράστηκε στα βουλγάρικα ενώ μια άλλη συλλογή, επιλογή από τα άλλα του βιβλία, στα αγγλικά, υπό τον τίτλο «Like a discus thrower”. H τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Το ασταθές βήμα» (εκδ. Γαβριηλίδης), μεταφράστηκε στα βουλγάρικα, στα γαλλικά και στα τούρκικα. Ξεχωριστά διηγήματά του και ποιήματα μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες. Η τελευταία ποιητική συλλογή του «Τα πηγάδια της Ιστορίας», εκδ. Γαβριηλίδης, παρουσιάστηκε στις «Μέρες ποίησης», στο Πολύεδρο, Πάτρα, τον περασμένο Μάη. Διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Το πρόβλημά του ήταν που κατάφερε πια να είναι κάπως ξεκομμένος από τα μαλακισμένα τεκταινόμενα των περιοίκων. Του κόσμου, γενικά, δηλαδή. Κι αυτό ήταν μέρος της ευτυχίας του. Πίστευε σε λιγότερα πράγματα απ’ όσα άλλοι, πίστευε σε άλλα, εν πολλοίς ανώφελα, και που οι γύρω του σνόμπαραν ή κυρίως αγνοούσαν. Κάκιζε, βεβαίως, τον εαυτό του που βαθμιαία γελούσε για λιγότερους λόγους, όντας μάλιστα ο ίδιος ανέκαθεν εμπειρικά και συνειδησιακά πεπεισμένος πως το γέλιο ζωογονεί. Μα και πάλι, πίστευε σταθερά πως το να ζεις, εξαντλεί τη δυνατότητα της ζωής, πως η ζωή κάνει κακό στην υγεία. Άρτι αφυπηρετήσας, ζούσε σεμνά, σχεδόν μόνος, αν εξαιρέσεις μια έκφανση αλλιώτικη και μια ελπίδα, μαζί με τα βιβλία του στο υπνοδωμάτιο και το γραφείο του στο σπίτι, που κάποια παραπονιούνταν γιατί μένανε ακόμη ανέπαφα, αψηλάφητα, μόλο που τους το είχε υποσχεθεί άμα τη παραλαβή τους κάποτε, άμα τη αγορά τους, πως θα συναντηθούν εν ευθέτω χρόνω και θ’ αγγιχτούν και θα ψηλαφηθούν ως τους άρμοζε. Δεν πρόφταινε όμως, δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του κι ένιωθε ενοχές, κρύβοντας κάποια πίσω από άλλα, μην τον κοιτούν με το πρωινό ξύπνημα και του τύπτουν τη συνείδηση. Σ’ αυτή την ηλικία θα προτιμούσε να την έχει ήσυχη, να την καλοκρατεί. Να αισθάνεται ήρεμος και ιλαρός, όταν το γέλιο δεν του έβγαινε. Και του έλειπε. Έπρεπε να περπατά κιόλας, χάνοντας κάποιο δημιουργικό χρόνο, για να ξεγελά τα πόδια του σε μια αναμονή κάποιου φευγιού ή ερχομού ακόμη. Καθόλου όμως μοιρολατρικά. Δε θα ήθελε επ’ ουδενί να βρεθεί στη θέση εκείνου που, στον ύπνο του, μπροστά σε μια εφιαλτική απειλή, παλεύει εις μάτην να ανακτήσει δυνάμεις, να διαφύγει. Αυτό θα ’ταν το χειρότερο. Το αδιέξοδο τού να διαφύγει κανείς. Φύλαγε δηλαδή τα ρούχα του, παρότι κάπνιζε ακόμη κάποια τσιγαράκια, από μια αρχαία εφηβική συνήθεια καταστροφική, διακεκομμένη ενίοτε σε ευτυχείς εύδιες μέρες κι επανακάμπτουσα σε μέρες θλίψης, που πλήθαιναν όσο ο καιρός λεηλατούσε ανερώτητα στο πέρασμά του τα εναπομένοντα. Είχε ψυχίατρους φίλους, τουλάχιστον δύο πραγματικούς, αλλά ποτέ δε τους επισκέφτηκε στο ιατρείο, γιατί πίστευε κάπως στη θλίψη του• πως η λύπη είναι ένα ευγενικό αέριο που, διαχεόμενο μέσα στο τσούρμο της υπερφίαλης γύρω ευφορίας, τη συνεφέρνει. Μαζί με το κρασί, το κόκκινο κρασί. Το κρασί ενάντια στην ευωχία, ω αντίφαση! Του άρεσε όμως. Όπως στο τραγούδι: Κάνε καρδιά μου υπομονή ώσπου να ’ρθει η δύση, και μες στο κόκκινο κρασί η λύπη σου να σβήσει. Αχ, η υπέροχη λύπη! Του άρεζαν όμως γενικά οι αντιφάσεις. Ξεχείλιζε δυο ποτηράκια, κάποτε τρία, υπερβαίνοντας οριακά τις ιατρικές συστάσεις. Σαν ιεροτελεστία, κάθε βράδυ. Το πρώτο το μοιραζόταν κάποτε με την κόρη του, που ερχόταν να επαναπατρίσει τον γιο της, τον μικρό Νέστορα, που τον παραλάμβανε αυτός στη μία από το νηπιαγωγείο. Τον τάιζε και τον κοίμιζε το μεσημέρι με παραμύθια δικής του επινόησης, όταν τα βιβλία αποτύγχαναν να μετακαλέσουν έγκαιρα τον Μορφέα να διεκπεραιώσει το έργο της σιέστας, που την είχαν και οι δύο ανάγκη. Τρεις φορές τη βδομάδα. Κάποτε και πιο πολλές, ανάλογα με την εκπεφρασμένη νοσταλγία αμφοτέρων. «Μου έλειψες, παππού», του έλεγε κι αυτό ήταν αρκετό. Ξυπνούσε νωρίς. Άλλο ψέμα κι αυτό. Μιλάμε για τις επτά, επτάμιση, αφού πήγαινε για ύπνο συνήθως μετά τις μία. Αν του έδινε, βέβαια, την άδεια το βιβλίο που σερνόταν μαζί του στο κρεβάτι. Γιατί, με όσα βιβλία διάβαζε στο διπλανό γραφείο, οι σχέσεις τους ήταν τυπικές. Σχέσεις αλληλοσεβασμού. Ενώ τα πρώτα αποκτούσαν μια αυτοπεποίθηση και είχαν την τρυφερότητα ερωμένης, οπότε παραβίαζαν συχνά τα συμβατά. Του θύμιζε αυτή η κατάσταση ένα μουρλό αναγνώστη που, τελειώνοντας ενθουσιωδώς ένα βιβλίο αργά το βράδυ, έψαχνε τον συγγραφέα του, σε άλλη ήπειρο, ποιος ξέρει, σε ώρα ακατάλληλη πάντως, για να του πει: το γ... μόλις το βιβλίο σας. Υπονοώντας πως είχε κάνει έρωτα μαζί του, το ερωτεύτηκε, αλλά το έλεγε κάπως άγαρμπα μέσα στον ενθουσιασμό του. Ακόμη και οι ευγενικοί, λεπτοί άνθρωποι ξεπέφτουν κάποτε σε χοντράδες όταν γίνουν ένθεοι, σαν μαινάδες συμπεριφέρονται κάποιοι καλοί άνθρωποι, με το να τους δειχτεί ο Διόνυσος. Γίνονται Πάνες, κατά κάποιο τρόπο. Έτσι το εξήγησε και ο ίδιος ο αναγνώστης, επικρίνοντας τα εκφραστικά του μέσα της προηγούμενης νύχτας. Μα την επομένη περιέπεσε πάλι στο ίδιο ολίσθημα: το γάμησα μόλις το βιβλίο σας. Δικαιολογώντας το κιόλας πως τα πιο τρυφερά κατά τον οργασμό εκφράζονται με τα πιο χυδαία λόγια. Ευτυχώς όμως το διαδίκτυο τού έκοψε τη φόρα. Τεθνεώς ο συγγραφέας και τελών, φυσικά, εδώ και τρία χρόνια, μακράν παντός σαρκικού και, με τη στενότερη έννοια, πνευματικού. Όντας ο ίδιος πνεύμα πια. Αχ, αυτές οι αντιφάσεις! Κάποτε κιόλας, σαν γινόταν πολύ αργά, έτυχε να μετέρχεται μεθόδων όχι τόσο ευγενικών μαζί τους, γνωρίζοντας καλά την εκδίκηση των εραστών: πως η πιο γνήσια αγάπη μπορεί να μεταστραφεί σε αποστροφή και μίσος ακόμη. Απίστευτο, απίστευτο. Αντιφάσεις ζωής. Και μ’ αυτή τη σκέψη έμεινε μαζί του ώς τις τρεις το πρωί. Οπότε, βεβαίως, δύσκολο να κατεβεί στα υπόγεια του ύπνου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βάζει το ραδιόφωνο. Προτιμά προγράμματα που δεν καθοδηγούνται από κάποιον παραγωγό που, για να σου παίξει ένα τραγούδι που να αξίζει, σου το βγάζει ξινό. Θα πρέπει να υποστείς χίλια δεινά και λαϊκισμούς, με τους απανταχού άυπνους ώς και με τους ομογενείς της Αυστραλίας, Βρετανίας και πάσης Ιουστινιανής. Αν και αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, και την κάνουν καλά, τρέφοντας τους νοσταλγούς με λίγη πατρίδα, που δεν υπάρχει πια όπως την ήξεραν. Προτιμά όμως τις εκπομπές που έχουν μια σταθερή ροή καλού ελληνικού τραγουδιού μέχρι τις 6.00 το πρωί, που θα ενσκήψουν πάλι οι πολιτικοί. Είναι η ώρα που κι ο ίδιος σηκώνεται να κατουρήσει, οπότε τραβάει το καζανάκι και συνεχίζει τον ύπνο του για λίγο ακόμη. Κάποτε, μάλιστα, έχει και χρόνο να τους ονειρευτεί, μέσα εκεί, φαντάσου, σαν τους τεσσαράκοντα μάρτυρες στην παγωμένη λίμνη, ερίζοντας ενίοτε, οι καημενούληδες, σε θολωμένα νερά. Κάποτε κιόλας νιώθει τύψεις για ένα τόσο βλάσφημο κι αν-ορθόδοξο όνειρο, αφού εκείνοι μαρτύρησαν για την πίστη, όπως αυτοί εδώ. Μολονότι, άσε, άσε! Όπως και να ’χει, η τοιχογραφία διατίθεται προς θέαση στον πρόναο της εκκλησούλας της Ασίνου. Αριστερά, λοξώς απέναντι από τους μικροαπατεώνες της εποχής, τους αμαρτωλούς της πεντάρας: τους παραυλακιστές, τους παραζυγιστές και τους παραμυλωνάδες, που τους κατατρών φίδια και ακοίμητα σκουλήκια. Κλείνοντας, όμως, το μάτι τα ιδιοτελή φίδια και σκουλήκια στους τραπεζίτες με τα ένοχα μπόνους και τα αξιόγραφά τους, που ακύρωσαν χιλιάδες ζωές καλών και εύπιστων ανθρώπων. Συνεργούντες, διαπλεκόμενοι ευγενικώς με τους ηγήτορες, πανηγήτορες, πανηγυριώτες. Τελευταία όμως φοβάται αυτά τα πρωινά. Και δεν αφήνει το ράδιο να παίζει ανεξέλεγκτα, μην τον ξυπνήσουν πάλι τρομερές ειδήσεις. Το τελευταίο το εισέπραξε σαν βίτσιο από την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί. Ποτέ, μα ποτέ πια, Ελένη Βρεττού και Σωτηρούλα Χριστοφίδου από τις συχνότητες του ΡΙΚ, με τόσες εκρήξεις, που έφεραν στη ζωή τα πάνω κάτω. Θόλωσε το τοπίο μέσα του. Ένα Μαρί που προϋπήρχε μέσα στον καθένα, μέσα στον γενικό ωχαδερφισμό. Κι επισυμβαίνει σαν εκδίκηση σ’ ένα στρατόπεδο που φέρει το όνομα, καλέ, ενός μακαρίτη στρατηγού, που χάθηκε σε εθνική αποστολή. πολεμώντας ή μάλλον λαθροκυνηγώντας αγρινά τη νύχτα. Και καταπέφτει το έρμο το ελικόπτερό του. Μα τι εφιάλτης κι αυτός, τι ονειρωδυνία, που δεν μπόρεσε ποτέ να ερμηνεύσει με όρους λογικούς, από πού εφορμούσε τέτοια τρελή εκδοχή. Κι από δίπλα ένας άλλος αρχιστράτηγος, που φυγοδικεί σαν χεσμένο σκυλί, ο γενναίος..., να σου λάχει. Κάπου εκεί στις στάχτες και τη χόβολη είχε χάσει και τη γυναίκα του. Μπορεί να ήταν, βέβαια, ως προπομπός η κατάθλιψή της, με εντελώς άλλα αίτια. Το είχε όμως ξεπεράσει, όταν το ωστικό κύμα εκείνης της συσσωρευμένης ηλιθιότητας ήρθε πάλι και της έσφιξε το λαρύγγι• κι ο καρκίνος από τα κακοήθη αέρια, τα δυο δίδυμα θύματα και το ανύπαρκτο πια πρόσωπο εκείνου του παιδιού, ποιος ξέρει, που τους έπεφτε μακρινός συγγενής• μόλις που θα τον είχαν δει δυο τρεις φορές, ζούσε σ’ άλλη πόλη. Και τώρα, στην αιωνιότητα ενός ήρωα, το αθώο κι ανίδεο πλάσμα. Άσε που της είχε κολλήσει πως επρόκειτο για δολιοφθορά από μελανοχίτωνες. Σίγουρα από κάτι ειδήσεις που ακούγονταν ατάκτως κείνες τις μέρες από τα ραδιόφωνα. Και το φώναζε σαν γεγονός επιβεβαιωμένο, ενώ οι γύρω την κοιτούσαν καχύποπτα. «Μα δεν τους βλέπετε;» έλεγε, δείχνοντάς τους αόριστα μέσα στο πλήθος που ζητούσε για μέρες πολλές την παραίτηση του Προέδρου, ο οποίος από την πλευρά του, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως... Με τον ίδιο πάντως είχε συμβεί το αντίθετο. Δεν ήθελε πια να παρακολουθεί ειδήσεις. Κατάργησε την τηλεόραση, ήξερε καλά τα τσακάλια της ενημέρωσης, να μην ακούει κανένα τους. Καμιά είδηση δεν μπορούσε πια να του είναι ωφέλιμη. Όπως εκείνο το πρωί που η είδηση για το «κούρεμα» της πατρίδας του στο Eurogroup τον άφησε άναυδο με τη βαναυσότητά της• αφού πάλι ο Πρόεδρος, o καινούργιος τώρα, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως... Τον είχαν ξεγελάσει οι καλύτεροί του φίλοι. Κατέπεσε στο κρεβάτι ή στο πάτωμα κι έμεινε ακίνητος ώρες, ώσπου το μυαλό του μίλησε κάποια στιγμή: Αυτοϋποβλήθηκε στο τεστ για εγκεφαλικό, είπε μια φράση – «Σ’ αγαπώ, Νεστοράκη» – σήκωσε το χέρι, ήπιε νερό, επομένως δεν ήταν αυτό που περιεργαζόταν ο αθεόφοβος φόβος του. Αυθαίρετα, όμως, τις μέρες που ακολούθησαν, μιλούσαν μέσα του οι περιρρέουσες καταστάσεις σαν τρωκτικά. Μασουλούσαν το ταμείο προνοίας, το εφάπαξ του σε καταθέσεις, όλα όσα φύλαγε για τον υπέρτατο σκοπό, που είχε πάντα κι απαρασάλευτα σχέση με το εγγονάκι του... Για τον ίδιο, τη δική του ζωή, το δικό του τέλος, δεν λογάριαζε σχεδόν. Υγιής ένιωθε, κουτσά στραβά. Αυτό που του είχε γίνει έμμονη ταραχή, τρελά πράγματα, βέβαια, ήταν να εξασφαλίσει το μεγάλωμα, μα κυρίως τις σπουδές του Νέστορα. Λες και δεν είχε γονείς να τον φροντίσουν. Όσο κι αν ο πατέρας του είχε μείνει άνεργος εδώ και τρεις μήνες, κι μάνα του (η κόρη του) κρεμόταν από μια κλωστή. Κι είχαν ακόμη ένα παιδί. Στην αναμονή από μέρα σε μέρα. Κι αν πάθαινε κι ο ίδιος κάτι; Ανεδαφικά τρελά, όμως όλα μπορούν να συμβούν, η ζωή επιφυλάσσει τα ανάστροφά της, κι όταν ακόμη σου χαμογελά. Στην περίπτωση αυτή μάλλον έμοιαζε συνοφρυωμένη, μ’ ένα πανούργο γελάκι κάποτε, που του έβαζε ψύλλους στον κόρφο. Μπορούσε, δηλαδή, κι ο ίδιος να τα τίναζε στα καλά καθούμενα; Μπρε, τι τον έπιανε τελευταία κι ονειρευόταν φέρετρα και σκάρωνε επικήδειους για τον εαυτό του, αφότου μεσολάβησε εκείνη η είδηση. Όλα κατέρρεαν, γιατί όχι κι ο ίδιος; Κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει στο πετσί του, μα κι ούτε δεχόταν να δώσει κάποια άφεση στα όνειρά του. Τα όνειρά του στη ζωή ήταν άλλα. Εντελώς άλλα απ’ αυτά που η νύχτα δολίως υπαγόρευε. Λες και δεν ήταν κι αυτή μέρος της ζωής, συλλογιζόταν κάποτε, αφού είναι περίπου το μισό της. Κι αν του λάχαινε κάτι, αν κλοτσούσε τη σίκλα, έλεγε κάποτε για πλάκα ένας συνάδελφος, χωρίς καν να το μυριστεί, παρά μονάχα την τελευταία, μη ανακλητή στιγμή, εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο που το παίρνει κανείς απόφαση επιτέλους κι αναφωνεί: Οκέι, μάγκα μου, ώς εδώ ήταν. Από δω και μπρος δε θα ξέρω τίποτε, ο θάνατός μας δεν μας αφορά, δίδασκε στον κήπο του ο Επίκουρος. Τον ηρεμούσε κιόλας η σκέψη αυτή, ίσως επειδή ποτέ δεν συνάντησε αυτοπροσώπως εκείνον τον τύπο με… τη σίκλα. Μα και τώρα ακόμη εκείνο που τον τρώει και γεμίζει το ερωτηματολόγιό του με το γνωστό σημείο στίξης (;) είναι αν το Νεστοράκι θα τον θυμάται σαν σκιά, έστω, ύστερα από χρόνια. Τούτο του είχε κολλήσει προσφάτως. Τον βασάνιζε κιόλας στα σοβαρά. Ο ίδιος θυμόταν από τον ένα παππού του μια σκηνή μονάχα: Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι του ισόγειου όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Θα πρέπει να ήταν στα τελευταία του, αν και εξακολουθούσε να έχει δυνατή φωνή, σχεδόν φωνακλάς και χωρατατζής, αλλά μπορεί όλα αυτά να ταίριαζαν σε διηγήσεις εκ των υστέρων. Η μάνα του αλλά κι ο πατέρας του είχαν φτιάξει προ πολλού κι αυτοί τη φωλίτσα τους στο επέκεινα, δεν μπορούσε να τους συμβουλευτεί πια, να του καθορίσουν ημερομηνίες και σημεία. Αναζήτησε όμως την ακριβή χρονολογία της αποδημίας του παππού από άλλες πηγές, γιατί πίστευε βαθιά πως θυμόταν αυτές τις σκηνές από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε για τον ίδιο έμφυτη εξυπνάδα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον ζέσταινε. Το θέμα ήταν αν το Νεστορούδι, το πιο καλό του φιλαράκι, θα τον θυμόταν ύστερα από τις πρώτες μέρες της απουσίας του. Κάποτε, σαν λάχαινε να μη βρεθούν δυο τρεις μέρες, του έλεγε: «Μου έλειψες, παππού». Κι αυτό τον έλιωνε. Όμως σαν θα περνούσαν μήνες, χρόνια, θα μπορούσε άραγε να τον θυμηθεί; Όπως και το φεγγάρι που μεγαλώνει κάθε μέρα τρώγοντας φως από την κρυψώνα του ήλιου κι από μια φετούλα καρπουζιού γίνεται, τέλος του μήνα, στρογγύλο. «Τι γίνεται, Νεστοράκι, αγάπη μου;» «Τρονκύλο, παππού». «Κι η τεχνητή βροχή, που ποτίζει το γκαζόν, τι είναι, Νέστορα;» «Α, δεν είναι πραγματική, δεν έρχεται από τα σύννεφα, είναι τεχνητή, τη φέρνει το ρεύμα», εννοώντας πάντα το καλώδιο στην πρίζα. «Κι αυτό που ανάβει και σβήνει στο απέναντι βουνό, τι είναι παππού;» Α, σ’ αυτό ζοριζόταν πολύ. Δεν έβρισκε τη νοηματική να του απαντήσει πως πρόκειται για τσίρκο, ένα βλακώδες πυροτέχνημα του εκδικητή, που είναι όσο λίγοι προσηλωμένος στα σύμβολα, κι αυτό μετράει την ωριμότητά του, κατά τον Μίλαν Κούντερα. Δεκαοκτώ γήπεδα κατεστραμμένου δάσους, ενώ εμείς του δίναμε μέχρι προχθές και ρεύμα από πάνω, για να το ανάβει κάθε βράδυ, να μας πικάρει. Τη μόνη λέξη που θα καταλάβαινε ήταν το ρεύμα, ένα μεγάλο καλώδιο, δηλαδή, που θα έπιανε από το σπίτι τους και θα πήγαινε ώς το απέναντι βουνό. Όπως όταν ανάβανε το ρεύμα, για να ξεκινήσει η χορτοκοπτική. Τον βοηθούσε πολύ τον παππού στο κόψιμο του γρασιδιού. Γενικά τον βοηθούσε σ’ όλες τις δουλειές και στο τέλος τον ευχαριστούσε γι’ αυτό. Ποιος, ποιον: «Σ’ ευχαριστώ, παππού, που σε βοήθησα». Θα τα θυμόταν όλ’ αυτά το Νεστοράκι; Ή θα έσβηναν διά παντός από τη μωρουδίστική του μνήμη, σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Οπότε, τι μεταφέρεται από την αγάπη; Τίποτε; Ή, κάτι από αυτά μπορεί να μεταγγιστεί σαν αίσθηση συμπυκνωμένη σε ερυθρό αιμοσφαίριο, χρωμόσωμα ή ένα μικρό νευρώνα στο μυαλουδάκι του; Μόλις ανακλητό κι ανεπαίσθητο, μια αναλαμπή αγάπης και καλοσύνης στη μετέπειτα ζωή του που πήρε κι έδωσε σ’ ανυποψίαστο χρόνο το μικρό αυτό πλασματάκι; Όμως ήταν μόλις τριάμισι, τίποτε δεν θα θυμόταν, τίποτα. Αυτά φούσκωναν το μυαλό του ύπνου του συχνά τα βράδια. Τα ποτηράκια του κρασιού γίνανε τέσσερα και πέντε, τα τσιγαράκια του ακουμπούσαν πια πακέτο. Το πρωί δεν σηκωνόταν πριν τις δέκα, ενώ θα ήθελε ακόμη να κοιμηθεί, μια κοίμηση αορίστου χρόνου. Τα βιβλία τον κοιτούσαν από τα ράφια, τον μέμφονταν για την αδιαφορία του. Ποια αδιαφορία! Αυτός ετοίμαζε πυρετωδώς επιστολές, στον κύριο Στουρνάρα, τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας, όπου του επεσήμαινε την απληστία του, του υπενθύμιζε ακόμη και την άλλη καταστροφή από το «εθνικό κέντρο», προ σαραντακονταετίας, επί χούντας έστω. Και στον Προβόπουλο, λέει, για την αναλγησία του προς τις τράπεζες της Κύπρου, που τις καταβρόχθισαν σαν λύκοι εν μια νυκτί. Να γίνεται, δηλαδή, ο ίδιος τώρα προασπιστής των τραπεζών. Και να γράφει ακόμη σ’ εκείνο τον θεομπαίχτη, τον θαυματοπώλη, του μοναστηριού Βατοπε(αι)δίου, που δεν μας εξήγησε ακόμη την ετυμολογία του ονόματος, αν πρόκειται, δηλαδή, για βάτων πεδίο ή βαίνοντες επί παίδων, κι είχανε πέσει, λέει, όλοι τους συλλήβδην πάνω στις Τράπεζές μας, μαύρα κοράκια / με νύχια γαμψά, κατά που έλεγε εκείνο το τραγούδι. Έγραφε ακόμη στον κύριο Σόιμπλε, τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας και του τα ’χωνε με τον πιο ανάρμοστο τρόπο: πως το κόμπλεξ της αναπηρικής καρέκλας και της πιθανής καταγωγής του από τους ναζί δεν του έδιναν περιθώρια να δεχτεί πως ένας μικρός λαός μπορούσε να ευημερεί. Ακόμη και στον άλλο, που επίσης διόρισαν οι Γερμανοί στο Γιούροκρουπ, που μπέρδευε, αλήθεια, το όνομά του. Τον προσφωνούσε «κύριε Ντίσελντορφ» αντί Ντάϊσελμπλουμ ή πώς διάβολο λεγόταν. Ένας νεαρός διάβολος, με μαύρα μαλλιά σάτυρου. Του έλεγε πως τα ρυπαρότερα πλυντήρια εμφιλοχωρούν στη χώρα του αλλά και στη Φρανκφούρτη που τον διόρισε. Αν και εν προκειμένω έκανε, αλήθεια, μια παραδοχή υποψίας πως στο παρελθόν κι ένας δικός μας, περιωπής, είχε εγκαταστήσει στο δικηγορικό του γραφείο ένα μικρό πλυντήριο γιουγκοσλαβικό, αλλά περασμένα ξεχασμένα αυτά… Ούτε αυτός βγήκε να πει μια συγγνώμη... Αυτός κι αν δεν είπε κάτι τέτοιο ποτέ του. Πρόεδρος κι αυτός, να σου λάχει, προφερόταν σιωπηλά τ’ όνομά του μέσα στις φωνασκίες της γυναίκας του. Το πρωί έβρισκε τα γράμματα η κόρη του και τα κατάχωνε σ’ ένα ράφι, δεν τα έκαιγε, όχι, μπορεί και να τα ζητούσε κάποια στιγμή να τα ταχυδρομήσει και δεν ήθελε να τον πληγώσει. Σιγά σιγά αραίωσαν και οι επισκέψεις του Νέστορα, ήταν μια απουσία που την είχε νιώσει, δεν τη συνειδητοποιούσε όμως πλήρως. Η δικαιολογία ήταν πως μπορούσε τώρα κι ο πατέρας του να τον παίρνει από το νηπιαγωγείο, αφού δεν έχει και τι να κάνει, έτσι κι αλλιώς. Όμως η έλλειψη κυκλοφορούσε στο κορμί του σαν λύπη, μόλυνε το σώμα του σαν δηλητήριο, ξυπνούσε εν μέσω νυκτός με αφόρητες κράμπες και σκεφτόταν πως φάρμακο σ’ όλα αυτά ήταν να σωθούν οι τράπεζες, ακόμη και τα εκατομμύρια του κλέψαντος τον κλέψαντα, πάση θυσία να διασωθούν οι τράπεζες. Η μαγική πανάκεια για επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως λέγανε οι ιθύνοντες. Οπότε όλα θα επέστρεφαν στον κανονικό τους ρυθμό. Όπως τότε με τον μέγα Ηγεμόνα το ’74, που τον περίμεναν να επιστρέψει μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, να αναστήσει έξι χιλιάδες νεκρούς της εισβολής, να φέρει πίσω τους αγνοούμενους και να πάρει τους πρόσφυγες στα σπίτια τους. Το ίδιο και τούτοι δω, θα κούρευαν ξανά το λίγο γρασίδι στην αυλή, που είχε αφεθεί κι αυτό στη λύπη και το μαρασμό. Το ίδιο και με το «ρεύμα», που θα ξαναπήγαινε απέναντι στη σημαία της κατοχής και που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να το διακόψουν από το σπίτι του με τον Νέστορα. Γενικά όλα θα επανέρχονταν στο ρυθμό τους, φτάνει να ορθοποδούσαν οι τράπεζες, φτάνει και οι καλοί τραπεζίτες να επέστρεφαν έστω μέρος των κλοπιμαίων. Λίγα έστω, μην φτωχύνουν κι αυτοί και τους στρίψει και το ρίξουν στο κρασί και στα βιβλία και τους απαγορευτεί η πρόσβαση στα εγγονάκια τους. Μόλο που μόνο αυτό τους άξιζε. Όμως τίποτε δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα σχετικά με τη σωτηρία των τραπεζών, αφού επώνυμοι και ανώνυμοι, με προεξάρχοντες την καλή πάστα πολιτών και πολιτικών, είχαν έγκαιρα προνοήσει να φυγαδεύσουν τα ψιλά τους. Ενώ, χωρίς την ανθοφορία των τραπεζών, ήταν κι οι δικές του μέρες μετρημένες. Τι θα έκανε χωρίς τις εύρωστες τράπεζες, που μέχρι πρότινος είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους στη μισή υφήλιο; Γι’ αυτό έτρεξε σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο κι έκοψε αεροπορικό εισιτήριο για Ιαπωνία. Στην αρχή το παζάρεψε αρκετά, αφού είχε ανά χείρας το εισιτήριο που είχε αγοράσει κάποτε η γυναίκα του και είχε μείνει αναξιοποίητο λόγω εκείνης της αρρώστιας. Πώς το είχε ανακαλύψει ούτε ο ίδιος ξέρει. Απλώς ένα πρωί το είχε δει να μπερδεύεται στα πόδια του, στο χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι του. Τελικά δεν το δέχτηκαν, του έκαναν όμως μια μικρή έκπτωση, που μάλλον οφειλόταν στην πτώση των τιμών γενικά. Θα πήγαινε στα άλλα του εγγονάκια, από τον γιο. Δεν τα είχε δει από τότε. Πριν τρία χρόνια, όταν για τελευταία φορά ο γιος του, μετά από επιτυχημένη καριέρα επιστήμονα στο εξωτερικό, δοκίμασε να ριζώσει στον τόπο του. Στο Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας, όπου είχε υποβάλει ένα σχέδιο για την Πάρκινσον, είχε βαθμολογηθεί με 99.6 και περίμενε εσαεί στα επιλαχόντα. Στο περίμενε κι από το Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου είχε υποβάλει αίτηση για μια θέση ακριβώς στα μέτρα του. Φευ, όμως, η κλίκα! Οι κλίκες! Ούτε που του απάντησαν. Αντίθετα με ό,τι συνέβηκε στη Νεφερτίτη, την κόρη του. Που της απάντησαν πως πήραν κάποιον άλλον που υστερούσε σε προσόντα, αλλά τον προτίμησαν. Η επιστολή είναι εκεί. Η πρόταση από την Ιαπωνία ήρθε όταν ακόμη δούλευε πάνω σ’ ένα grant, ευρωπαϊκό, εξ αφορμής του οποίου είχε λάβει μέρος εκεί σε δύο συνέδρια. Διδάσκει τώρα στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα, δουλεύει πάνω «στον πόνο που εξακολουθούν να έχουν ελλείποντα μέλη του σώματος». Τα δυο παιδάκια του κάνουν σκι στη χώρα του χιονιού, δείχνει μια φωτογραφία, που τελευταία αγνοείται κι αυτή. Κάπου θα τη φύλαξε, από τον εαυτό του... Η κόρη του ανακάλυψε τυχαία το εισιτήριο. Τίποτα δεν της είχε αναφέρει. Προορισμός άλλα αντ’ άλλων. Αναφερόταν η πόλη Σαπόρο ή κάτι τέτοιο, όπου είχε πρωτοπάει ο γιος του, και θα πήγαινε κι η γυναίκα του, αν δεν συνέβαινε το μοιραίο. Εξακόσια τόσα χιλιόμετρα από την Οσάκα. Την άλλη μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι, όπως δεν είχε χτυπήσει εδώ και καιρό• παρά μόνο με το εγγονάκι του, που πιο παλιά ανέβαινε σε μια γλάστρα και το πατούσε για ν’ ακούσει και να μιμηθεί το «ντιν-ντον». Αλλά κι αυτό είχε περάσει και σβήσει, ακόμη και σαν ανάμνηση. Τώρα το θυμήθηκε. Ήταν όμως ο Θεριστής, ο φίλος του ο ψυχίατρος, που ζούσε σε άλλη πόλη, αλλά μιας και ήρθε σήμερα στη Λευκωσία, πέρασε κι από δω, να τον δει. Περίεργο. Επειδή κι αυτόν οι άρρωστοι τον περικύκλωναν επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό και δύσκολα έβρισκε διόδους διαφυγής. «Όμως, εξακολουθώ να είμαι φίλος» είπε, μαντεύοντας τη σκέψη του. «Εξέτασέ με, λοιπόν, Θεριστή!». «Δεν θα σου πω ψέμα. Ανησύχησε κι Νεφερτίτη, δεν μπορείς να θέλεις να πας στην Οσάκα και να κόβεις εισιτήριο για Σαπόρο. Γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει;» Ο γιατρός πάντα με τα αστεία του, που τα απολάμβανε ανέκαθεν ο φίλος του. Πάντα μ’ ένα ανέκδοτο στο στόμα, λες και δεν συνάντησε τον πόνο ποτέ του αυτός ο άνθρωπος. «Τότε μαζέψτε κι όσους μας έλεγαν πως το κούρεμα είναι μια ανοησία που δεν μπορεί να εφαρμοστεί, και την άλλη μέρα μάς το σερβίρισαν υπογραμμένο από τους ίδιους». «Αυτά είναι θέματα υψηλής πολιτικής και απατεωνιάς. Όμως αυτό τέλειωσε πια, είναι ένα δεδομένο που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Ου μπλέξεις μ’ αυτά τα κοράκια με νύχια γαμψά... Θυμάσαι που το τραγουδούσαμε κάποτε;» Και γέλασε πάλι, σχεδόν καγχαστικά. «Οι τράπεζες όμως πρέπει να διασωθούν, γιατί, αν όχι, συμπαρασέρνουν κι εμάς μαζί. Θα μείνουμε όλοι άνεργοι, θα κλείσουν κι άλλες επιχειρήσεις, θα πετάξουν κόσμο από τα σπίτια του, θα τον ρίξουν στη φυλακή, σαν δεν μπορεί να πληρώσει...». Είχε κι άλλες να του αριθμήσει από τις δέκα πληγές του Φαραώ, αλλά ένιωσε πως κι ο ίδιος εξαντλούνταν πληγιασμένος. «Από πότε εσύ, ένας σοσιαλιστής, μου έγινες υπέρμαχος των τραπεζών; Ποιον νομίζεις ότι δουλεύεις; Απλώς πρέπει να διαπλάσεις ξανά την πραγματικότητα, να αλλάξεις φακούς, να ξαναβρείς, δηλαδή, τους παλιούς». «Οι παλιοί σε τι με βοήθησαν;» «Τώρα χρειάζεσαι λίγη σεροτονίνη, να βλέπεις τα πράγματα κάπως πιο αισιόδοξα». «Έχεις το φάρμακο; Εννοώ μαζί σου; Τώρα!» «Έχω κάτι. Όμως, χωρίς αλκοόλ! Και σε δέκα μέρες θα είσαι περδίκι». «Θα μπορώ να πετάξω μέχρι Ιαπωνία, λες…». Το εισιτήριο έμεινε ανοικτό προς χρήση. Από κάποιον άλλον επιβάτη μελλοντικά…

Kargaşa Günleri


İlk defa

Çantama PEOM* broşürlerini attım ve Aya Sofya

camisi yakınında bulunan Aleksandros hanına doğru

yürüdüm. Handa, her gün yaptığım gibi, otobüse binip,

köyüme Dikomo’ya gidecektim. Faal üyesi olduğum

örgütün broşürlerini civar köylerin okullarına, eğitim

amaçlı kulüplere ve evlere dağıtırdık.

Hana giderken Türk mahallesinden geçmeyi

düşündüm. Türklerin kaldığı mahallelerde İngiliz

askerlerinin barikat kurup arama yapmaları nadir rastlanan

bir olaydı. Türk Lisesine yaklaşınca acaba hangi sokaktan

geçip gitmemin daha güvenli olduğunu düşünerek, önüme

baktım. En kısa yoldan yürümeye karar verdim. Enosis

sloganı nedeniyle Türk mahallelerinde de olaylar

başlamıştı. Beş, on adım ilerleyince önümde kolları sıvalı

iki gencin bana doğru yürüdüğünü gördüm. Korkuya

kapıldım. Bana bakışlarında bir tuhaflık vardı. Beni

yakalayıp çantamdaki broşürleri görebilirlerdi. Gerçi,

broşürlerde Türklerle dostluktan ve ortak mücadelelerden

söz ediliyordu... Ancak, yasadışı bir iş yapıyordum.

Özellikle bir süre önce Gönyeli katliamını planlayan

İngilizlere karşı bir eylemdi. Bazı Türklere karşı olduğu

şeklinde de algılanabilirdi. Geriye dönecek olsaydım daha

vahim bir duruma neden olabilirdim. Bu nedenle hasta

numarası yapmayı ve biraz daha ötedeki Sendika

Hastahanesini ziyaret etmişim gibi bir kurnazlık

düşündüm.

Bana yaklaştılar. Biri önümde, diğeri arkamda

durdu.

“Saat kaç?” diye sordular.

Sorduklarını anlamıştım. Ancak cevabını

verebilecek kadar Türkçe bilmiyordum. Saatin kaç

olduğunu söyleyebilseydim yürüyüp gideceklerdi

herhalde. Sorduklarını anlamış gibi yaptım. Elimdeki saati

gösterdim ve Rumca ikiye on var dedim. O an, oraya

sadece beş dakika daha sonra gelmiş olsaydım, ne kadar

şanslı olmuş olacağını düşündüm. Kendilerine kesin bir

dille “iki” deyip, vartayı atlatacaktım.

Kendi aralarında bir şeyler fısıldadılar.

Konuştuklarından sadece “hayır” sözcüğünü fark ettim.

Cesaret alarak hasta numarasını sürdürdüm ve elimi

boğazıma götürerek, boğazımın yandığını anlatmaya

çalıştım. Aleksandros hanına gitmek istediğimi söyledim.

Daha ötede fasaria (kargaşa) var mı diye sordum. “Fasaria

varsa” kendileriyle birlikte yürüyüp, güvenlerini

kazanmayı düşündüm.

Liseyi bitirmiş, ergin bir genç idim. PEOM’daki

faaliyetlerimiz sırasında da, Kıbrıslı Türklerin

düşmanlığını kışkırtmasaydık düşmanımız

olmayacaklardı. Bunu öğrenmiştim. Liderlerinden bazıları

başka yollara çekiyordu onları. İngilizlerin teşviki ile tabii


ki. Taksim de kılıfından böyle çıkarılmıştı. Sokaklar, “ya

taksim ya ölüm” sloganıyla doldurulmuştu.

Benim yaşlarımda veya benden birkaç yaş daha

büyük görünen iki genç ‘fasaria’ olmadığını söylediler.

“Fasaria yoktur” dediler. Ancak söyledikleri doğru

muydu? Nitekim sokakta ilerlerken az öteden sesler

geliyordu. Sokağın karşı ucunda büyük bir kargaşanın

olduğunu fark ettim. Geriye dönmeyi ve koşup kaçmayı

düşündüm. Ancak karşıdaki iki gencin durup, sanki beni

beklediğini gördüm. Yan tarafta Türk Lisesine doğru

giden sokağa girdim. Ansızın kendimi büyük bir

kargaşanın karşısında buldum. Elinde süpürge sopası

tutan biri tehdit edercesine bana doğru geldi. Bana Türkçe

bir şeyler sordu. Rumca anlamadığımı söyledim. Hemen

süpürge sopasını kaldırdı ve sırtıma bir tane indirdi. Bana

acıması için hasta olduğum masalını tekrarlamaya

çalışırken, kulağıma sert bir tokat attı. Kulaklarım çınladı.

O an çok sayıda öfkeli bakışı üstümde hissettim. Beni bir

anda paramparça edecekleri korkusuna kapıldım. Yediğim

tokat nedeniyle de böyle bir hisse kapılmış olabilirdim. O

an bisikletine binili olan biri yanıma yaklaştı. Elinde

süpürge sopası olana öfke ile bir şeyler söyledi.

Birbirlerine bağırarak sövüştüler. Türkçe sövgüleri

kurallara aykırı fiiller gibi ezbere biliyordum. Herkesin

bildiği gibi yani. Asırlarca beraber yaşamış olmamıza

rağmen onlardan sadece sövgülerini öğrendik, başka hiçbir

şey öğrenemedik.

Bisikletli hemen beni gömleğimin yakasından

yakaladı ve kargaşadan dışarıya çekerek “hade be, çabuk

çabuk” dedi. Eli yakamda iken bunu başka dillerde de

tekrarladı. O bisikletinin üzerinde ben yanında koşarak,

kargaşadan uzaklaşıp sakin bir sokağa girince gülümsedi

ve “hade yalla” çek git diyerek, yolu gösterdi.

Ben cesaret alarak adını sordum: “Başka defa”

dedi. Kendi dilinde, “teşekkür ederim” dedim ve oradan

koşa koşa uzaklaştım. Sokağın ucuna yaklaşınca

üzüldüğümü hissettim. Beni bir badireden kurtaran adamın

adını bile öğrenememiştim. Ancak yüz hatlarını, anlamlı

bakışını ve kahverengi gözlerini, düz siyah saçlarını,

kemerli burnunu ve bana son anda “hade yalla” deyip

gülümserken aklımda kalan kalın dudaklarını unutamadım.

Bir başka defa

Beş yıl sonra, ’63, ’64 yıllarında idi. ‘Türk

isyanı’nın (!) başladığı yıllar. Öyle diyorduk, ‘Türk isyanı’

diyorduk o zaman. Türk mevzilerini gözetlemek için beni

de görevlendirmişlerdi. Komutanlarımız genellikle bu iş

için görevlendirilmiş Kıbrıs Ordusu subayları idi. Ancak

başkaları da vardı. Başıbozuk olanlar. Hiçbir makamca

görevlendirilmeyen kendi başlarına buyruk olanlar.

Nerede ararsan orada bulunanlar. Başka enayilikler de

yapmıştık. Sonra anlatırım. Fakat neyse, şimdi anlatayım

ki kaç paralık olduğumuzu anlayasın. Bilirsin, balık tüfeği

ile balık avlamaya giderdim o zaman, Girne taraflarında.

“Biz de gelelim seninle” dediler. Ne yapabilirdim. Gelme

diyemezdim. Ellerinde silâh vardı. Serseri idiler. Üstü

örtülü bir askeri Land Rover ile gitmiştik. Vasilya’dan

Livera’ya kadar iz bırakarak gidip geldik bütün kıyı

boyunca. On, on beş mil. Yepyeni lastikler taşlı yolda

parçalanmıştı. İki kasa dolusu el bombasını balık tutmak

için denize atmışlardı. Bizi kayığı ile götüren Rahmetli

Kaskai, “boşuna atıyorsunuz” derdi onlara. “Dinamitin

derin sularda, balığın olduğu yerlerde patlaması için taşla

bağlanması lâzım. Boşuna atıyorsunuz diyorum. Boşuna!”

Dinleyen kim Allah aşkına!

Bir gün Hilidis benzinci durağında idik (Mağusa

kapısı yanında). Barikatta, hep birlikte. Leymosun ve

Larnaka’ya giden Lozan otobüslerinde arama yapacaktık.

Silâh bulmak için. Denize el bombalarını atan o tek

yıldızlı, o gün barikatın sorumlusu idi. Daha sonra ardı

sıra diğerleri de geldi. Generaller de dâhil. Düşünebilir

misin? Kaçak avcı pezevenkler makam silâhları ile tavşan

öldürürlerdi, Atalassa* parkında. Büyük bir olay oldu.

Gazeteler de yazdı. Cahil, merhametsiz caniler. O

günlerde bunlardan biri, genç bir Türk kızını, tabancası ile

yolun ortasında indirdi, kız on beş yaşlarında ya var ya

yoktu. Yaşadığımız ülke hepimizi sığmayacak kadar, o

kadar mı küçüktü? Rum, Türk? Yaptığımız aptallıklar için

saçımızı başımızı yolmamız gerek!

Otobüsü altüst ettiler. İnsanların ceplerinden

paralarını aldılar. Deste deste beş liralıklar.

“Sen de gel araştırmaya. Para topla, malaga!” “Malaga”

(enayi) sözcüğü bize daha sonra geldi. Bunu bize

Grivas’ın, Papandreu’nun gönderdiği ‘kalamaralar’

getirdi.

Onlara, sizin de maaşınız var, çapulculuk

onurunuza yakışmaz demek istercesine “Paraya ihtiyacım

yok, ben çalışıyorum” diyordum. Bir gün bu

yaptıklarımızın karşılığını ödeyeceğimizi biliyordum.

Akla yakındı. Haksız para kutsal kılınamaz. Genel

Hastanede personel amiri idim. Türk meslektaşlarımız,

kadın erkek hasta bakıcılarımız vardı. Beraber

çalışıyorduk. Dost idik. Geçenlerde az kalsın hepsini top

yekün rahmetlik edeceklerdi. Kimi vatanseverler onları

aşağıya, avluda kapalı bir yere götürdüler. Hepsini birlikte

temizleyeceklerdi. Bir önceki gün Mehmet Durmuş

Sokağında, Tabakhane mahallesinde, iki Rum’un

öldürülmesine karşılık öç almak içinmiş! İyi ki birileri

doktorlara erken haber verdi. Ertesi gün ortadan toz

oldular. Çekilip gittiler. Çalışma arkadaşlarımızı bir daha

görmedik.

Otobüste sekiz-on kadar Kıbrıslı Türk vardı. Çoğu yaşlı,

iki de bebek, genç güzel bir de kadın. Aman allahım,

kadehe koy iç. Onları otobüsten aşağıya indirdiler.

“Götürelim sikelim ” dedi teğmen, “senin

apartmandaki dairede!”

Biraz daha yukarıda, Bayraktar camisinin

karşısında Aleksandros Dimitriu apartmanında bir daire

kiralamıştım. Bütünüyle eşyalı. Benden anahtarı

istiyorlardı.

Çılgına döndüm. Tepem attı. “Oraya götürüp de ne

yapacaksınız” diye sordum.

İşlerini bitirip ortadan kaldıracaklarmış!

“Kız kardeşleriniz olsalardı?” diyerek, onları

caydıracak, şoke edecek bir şeyler söylemeye çalıştım.

Gülüp geçtiler. Irgalamadılar. Kendilerinin böylesi bir

duruma düşme ihtimali olmadığını söylediler. Polise

gideceğimi söyledim. Ancak korkuyordum. Ödüm

kopuyordu. Ellerinde silâh vardı. Otomobilimi daha ötede,

Mağusa kapısındaki Mitsidis un değirmeni yakınında

bırakmıştım. Arkamı surlardaki dikenli tele sürte sürte,

gözlerinden kayboluncaya dek geri geri gitmeye başladım.

İşlerini bozdum diye öfkeleri burunlarına gelmişken,

silâhlarıyla beni taramasınlar diye. Arkamdan kurşun

sıkmadılar.

Daha sonra bazı gerekçeler öne sürerek bir daha

oralara ayak basmadım. O günlerde bazı “Grupların”

Cumhuriyet’i savunmadığını, aslında kuyusunu kazdığını

anladım...

Bir öğle üzeri apartmandan çıkıp Stasinu

Caddesi’nde yürürken, önümden bisikletli biri geçti. Bana

selâm verdi. Yorgun argın, garip bir hali vardı. Hiç

unutamıyorum, bisikletinin dümeni paslı idi. O zaman

Metaksas, şimdi Elefteria denilen alan yakınındaki

Postane karşısında bulunan lokantada yemeğe gidiyordum.

Ben yürürken bisikletli önümden hızla geçerek kayboldu.

Daha ötedeki Ohi* Meydanından bağırıp çağırmalar

işitiyordum. “Öldürelim bu adi köpeği!” Biraz önce beni

selâmlayan adam korkudan çılgına dönmüş bir halde, bana

doğru geliyordu. Her halükârda oralarda tek tanıdığı

bendim. Yarım ağızla da olsa bir merhabamız olduğundan.

“Yakalayın onu” diye sesler işittim. Bisikletli “be

çocuklar, neredeyim ben” diyerek, bisikletini

sürüklercesine bana doğru geliyordu. Kendini kaybetmiş

durumdaydı. Her halde bizlerin yanında çalışan biri idi.

Kuşkulu günlerdi. İki serseri, köşkün yanında bağırıp

çağırmaya devam ediyordu.

“Ne bağırıp çağırıyorsunuz? Tanıyor musunuz bu

adamı? Birilerini mi öldürdüğünü, bir kötülük yaptığını mı

gördünüz?” diyecek oldum.

“Puşt ihanetçi” diye bağırdı bana köşk önünde

duranlardan biri. “Türk’tür, görmüyor musun?”

“Eee... Türkse ne yani!”

Türk, bana kurtarıcısı gibi bakıyordu. Ben, etrafa

başkalarının da toplanması için vakit kazanmayı

düşünerek, tekrar sordum. “Onu tanıyan var mı?

Söyleyiniz! Bu adam, size bir kötülük mü yaptı?”

Karşıda Doktor’un* Apartmanı görünüyordu.

Doktor tüm yaşamı boyunca herkes tarafından tanınıyor ve

apartmanı da “Doktorun Apartmanı” olarak biliniyordu.

Oradan, üst kattan birilerinin sesi işitildi. Daha sonra

aşağıya indi ve bize yaklaştı:

“Beni Doktor gönderdi. Bırakın bu adamı ‘o tarafa’

geçirelim” dedi.

“O taraf” dediği Türk Mahallesi idi.

Ayaktakımı birdenbire sabun köpükleri gibi sönüp

yatıştılar.

İki bisikletli Trikupis Sokağı inişinden, Eski

Belediye binasına ve Yeşil Hata doğru yöneldiler.

*PEOM: öğrenciler örgütü

*Atalassa Ormanı- avlanmaya yasak bölge.

*Ohi – Bayraktar Camisi yakınındaki alan.

*Doktor- Tanınmış ve etkin bir siyaset adamı.

Çeviri: İbrahim Aziz, Mehmet Kansu

Με τες φασαρίες...

Στον Ηλία Γκρή


Η πρώτη φορά.

Έριξα στην τσάντα τα φυλλάδια της ΠΕΟΜ, της μαθητικής μας Οργάνωσης και κατευθύνθηκα προς το τζαμί της Αγίας Σοφίας, όπου και το Χάνι του Αλέξανδρου. Απ’ εκεί θα έπαιρνα, όπως κάθε μέρα, το λεωφορείο του χωριού μου. Το Δίκωμο. Τα φυλλάδια της Οργάνωσης, της οποίας ήμουν δραστήριο μέλος, τα διανέμαμε στα σχολεία, σε σπίτια και Μορφωτικούς Συλλόγους των γύρω χωριών.
Σκέφτηκα να περάσω μέσα από τον Τουρκομαχαλά, όπου τα μπλόκα των Εγγλέζων κι οι σωματικές έρευνες σπάνιζαν. Πλησίασα το Τουρκικό Λύκειο κι εκεί βρέθηκα μπροστά σε τρεις επιλογές ως προς τον πιο ασφαλή δρόμο που θα ‘πρεπε ν’ ακολουθήσω. Οι Τούρκοι ήταν κι αυτοί πια ανακατωμένοι στα πράγματα. Ένεκα του συνθήματος της Ένωσης. Αποφάσισα να πάρω τον πιο σύντομο. Δεν προχώρησα πέρα από είκοσι μέτρα και βλέπω δυο μάγκες, μ’ ανασηκωμένα τα μανίκια κατά πως λέμε,  να κατευθύνονται απειλητικά κατά πάνω μου. Τουλάχιστο αυτό κατάλαβα και με ζώσανε τα φίδια. Με κοίταξαν με καχυποψία. Ένα κακό προαίσθημα ότι, όπου να ‘ναι, θα με αρπάζανε με το υλικό που κουβαλούσα στην τσάντα μου. Που, όπως και να ‘χει, έκανε λόγο για φιλία με τους Τούρκους και για κοινούς αγώνες... Όμως αυτό ήταν παράνομο. Για τους Εγγλέζους ειδικά, που είχαν προσχεδιάσει πριν κάτι μήνες τη σφαγή του Κιόνελι*, ήταν πολύ παράνομο. Και για κάποιους από τους Τούρκους. Έκρινα όμως πως αν έκανα πίσω θα ‘ταν χειρότερα. Τότε έβαλα μπρος την πονηριά μου. Να καμωθώ τον άρρωστο που μόλις πριν λίγο είχε επισκεφτεί το Συντεχνιακό Ιατρείο πιο κάτω.
Με πλησίασαν. Μπροστά ο ένας, πίσω μου ο άλλος.
«Σαάτ κάτστιρ;» με ρώτησαν. Τι ώρα είναι; 
Το είχα καταλάβει, δεν ήξερα όμως πώς να απαντήσω στα τούρκικα. Αυτό ήθελαν βέβαια και θα με άφηναν ήσυχο. Έκανα ό,τι μπορούσα. Έδειξα το ρολόι στο χέρι μου και τους είπα πως είναι δύο παρά δέκα. Την ίδια ώρα σκεφτόμουν πόσο θα με ευνοούσε η τύχη αν είχα καθυστερήσει στο δρόμο έστω πέντε λεπτά ακόμη. Θα τους απαντούσα κοφτά «ικί», δύο, δηλαδή και θα καθάριζα.
Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Κατάλαβα μόνο τη λέξη «χάγιρ», δηλαδή, όχι. Παίρνοντας θάρρος από την εξέλιξη συνέχισα το ψέμα μου πως είμαι άρρωστος, δείχνοντας ασυναίσθητα τα μάγουλά μου που έκαιγαν από τρομάρα και έξαψη και λέγοντας πως θέλω να πάω στο Χάνι του Αλέξανδρου. Τους ρωτούσα ακόμη αν πιο κάτω «είχε φασαρίες». Αν έχει φασαρίες, πρότεινα, «να πάω απ’ εδώ, μαζί σας», δείχνοντάς τους έτσι την εμπιστοσύνη μου.
Ήμουν τελειόφοιτος Λυκείου, ώριμος πια. Αλλά και μέσα από την ΠΕΟΜ ήξερα πως οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί αν δεν τους κάνουμε εμείς. Μα και κάποιοι από τους ηγέτες τους, που τους οδηγούσαν αλλού. Με τη βοήθεια των Εγγλέζων, φυσικά. Τότε είχε βγει και η διχοτόμηση από το θηκάρι. Οι τοίχοι γεμάτοι συνθήματα: ya taksim ya olum… Διχοτόμηση ή Θάνατος.
Οι δυο συνομήλικοι, ή μάλλον κάπως μεγαλύτεροί μου, με διαβεβαίωσαν πως δεν έχει φασαρίες. «Fasaria yoktur», είπαν. Το εννοούσαν όμως;
Και όντως προχωρώντας πιο κάτω, άκουσα φωνές. Και βαθιά στο σοκάκι, πιο έντονη τη φασαρία. Σκέφτηκα να στραφώ πίσω, να το βάλω στα πόδια. Όμως στην άκρη στέκονταν οι δυο τους, λες και με περίμεναν. Μπήκα στο δρόμο προς το Τουρκικό Λύκειο για να βρεθώ αίφνης μπροστά σ’ ένα τσούρμο που φώναζε κι οχλαγωγούσε. Ένας απ’ αυτούς στράφηκε απειλητικά προς το μέρος μου κρατώντας ένα σκουπόξυλο. Με ρώτησε κάτι στα τούρκικα. Του απάντησα στα ελληνικά ότι δεν κατάλαβα. Τότε μού κατέβασε την πρώτη ξυλιά στην πλάτη. Κι εκεί που δοκίμαζα να αναπλάσω το παραμύθι του άρρωστου, ίσως και με λυπόταν, μου κατάφερε ένα δυνατό μπάτσο στο ριζάφτι. Βούιξαν τ’ αυτιά μου. Την ίδια στιγμή είδα πολλά άγρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Μου φάνηκε πως ήταν ζήτημα λεπτού να με κατασπαράξουν. Μπορεί να ‘ταν κι οι παραισθήσεις από τον μπάτσο. Τότε καταφτάνει κάποιος πάνω σε ποδήλατο. Ρίχτηκε στον άλλο με το σκουπόξυλο, βρίστηκαν κιόλας. Τις τούρκικες βρισιές τις ήξερα απ’ έξω όπως τα ανώμαλα ρήματα. Όπως και όλοι μας, δηλαδή. Τόσους αιώνες μαζί και το μόνο που μάθαμε απ’ αυτούς είναι οι βρισιές τους.
Τότε ο ποδηλάτης με άρπαξε από το γιακά του πουκαμίσου και σέρνοντάς με είπε. «Άτε πε, τσιαπούκ, τσιαπούκ. Γλήορα, βιάστου!». Μου το είπε σε όλες τις γλώσσες και κρατώντας με από το γιακά, εκείνος τρέχοντας πάνω στο ποδήλατο, με έβγαλε έξω από τη φασαρία.
Όταν πια βρεθήκαμε σε απόμερο, ήσυχο δρόμο της γειτονιάς μού είπε με χαμόγελο: «Άτε, τωρά γιάλλα». Δίνε του τώρα!
Εγώ όμως ήθελα και ρέστα. «Τώρα» του λέω, «που δεν μας κυνηγά κανένας, πέστε μου, σας παρακαλώ, τ’ όνομά σας!»
«Πασκά ντεφά», μου απάντησε. Μιαν άλλη φορά.
Είπα ένα μεγάλο «τεσιεκούρ ετερίμ» στη γλώσσα του και το ‘βαλα στα πόδια.
Σαν έφτασα όμως στην άκρη του δρόμου κυριάρχησε μέσα μου μια λύπη. Που δεν είχα το όνομά του. Σημείωσα όμως τα χαρακτηριστικά του: τα εκφραστικά καφετιά μάτια του, τα ίσια μαύρα μαλλιά, την κάπως γαμψή μύτη, τα χοντρά του χείλη που εντυπώθηκαν μέσα μου την τελευταία στιγμή, καθώς μου έλεγε χαμογελώντας: «άτε, τωρά γιάλλα».



Η άλλη φορά.

Πέντε χρόνια μετά, το ’63, ’64, με την Τουρκανταρσία, έτσι τη λέγαμε τότε, με επιστράτεψαν στα φυλάκια, να ελέγχουμε τους θύλακες των Τούρκων. Υπεύθυνοι ήταν συνήθως αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού. Αποσπασμένοι γι’ αυτή τη δουλειά. Μα ήταν κι άλλοι, που γίνανε μόνοι τους διώκτες. Κανένας δεν τους είχε αποσπάσει, κανένας δεν τους είχε διορίσει. Όπου σ’ εύρω κι όπου μ’ εύρεις, που λαλούμε... Κάναμε κι άλλες μαλακίες, θα σου πω μετά. Αλλά να σου πω από τώρα, για να καταλάβεις το ποιόν των ανθρώπων. Ξέρεις, ψάρευα με ψαροντούφεκο τότε, κατά Κερύνεια μεριά. «Να μας πάρεις κι εμάς». Τι να κάνω, δεν μπορούσα να τους αποφύγω. Κρατούσαν όπλα, ήταν πελλοί*. Πήγαμε μ’ ένα λαντρόβερ, διπλοκόρωνο, του στρατού. Σβάρνα την παραλία, από Βασίλεια ως Λιβερά. Δέκα, δεκαπέντε μίλια; Καινούργια λάστιχα κόπηκαν φέτες φέτες πάνω στους βράχους. Δυο κάσες χειροβομβίδες τις ρίξανε στη θάλασσα, για να πιάσουν ψάρι. Ο μακαρίτης ο Κασκαής που μας πήρε με τη βάρκα του, τους έλεγε, «άδικα τις πετάσσετε. Στο δυναμίτη δένουμε πέτρα για να εκραγεί στο βυθό που είναι τα ψάρια. Άδικα, λαλώ σας!» Αυτοί δεν καταλάβαιναν Θεό. 
Μια μέρα ήμασταν στην πεζίνα του Χειλίδη. Σε μπλόκο, μαζί. Να ερευνούμε τα λεωφορεία της Λοζάν για Λεμεσό και Λάρνακα. Δήθεν για όπλα. Υπεύθυνος ο μονάστερος, αυτός με τις χειροβομβίδες. Μετέπειτα φτάσανε όλοι τους σιγά σιγά έως και στρατηγοί. Φαντάζεσαι; Λαθροθήρες του κερατά, σκότωναν λαγούς με τα υπηρεσιακά τους όπλα, στο πάρκο της Αθαλάσσας.. Έγινε σούσουρο, γράψανε τότες κι οι εφημερίδες. Αγράμματοι, του κερατά, μα και στυγνοί δολοφόνοι. Εκείνες τις μέρες ο ένας απ’ αυτούς κατέβασε με περίστροφο μια κοπελίτσα Τουρκάλα, είχε δεν είχε τα δεκαπέντε, εν μέση οδώ, στον Τακτακαλά.. Τόσο μικρός ήταν ο τόπος μας και δε μας χωρούσε όλους; Έλληνες, Τούρκους; Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου, με τις βλακείες που κάναμε.
Έκαναν το λεωφορείο φύλλο και φτερό, μάζευαν τα λεφτά του κόσμου από τις τσέπες τους. Μάτσες πεντόλιρα.
«Έλα κι εσύ να κάνεις έρευνα. Να πάρεις ριάλια, φτανέ!*». Το «μαλάκα» μας ήρθε αργότερα με τους καλαμαράδες που μας έστειλε νύκτα ο Γέρος, ο Παπανδρέου.
 «Δε χρειάζομαι χρήματα, έχω τη δουλειά μου». Θέλοντας να τους πω ότι κι αυτοί είχαν το μισθό τους και πως δεν τους τιμούσε το πλιάτσικο. Ήξερα πως όλα αυτά θα τα πληρώναμε μια μέρα. Ήταν κοντά στον νουν*, τα άδικα ουκ ευλογούνται. Ήμουν διοικητικός στο Γενικό Νοσοκομείο. Είχαμε συναδέλφους Τούρκους, αδερφές, νοσοκόμους, δουλεύαμε πλάι πλάι. Ήμασταν φίλοι. Τις προάλλες παρά λίγο θα τους έκαναν μακαρία τη λήξει, ομαδικώς. Κάτι πατριώτες τους μάζεψαν κάτω, σε μια κλειστή αυλή για να τους καθαρίσουν. Να εκδικηθούν, τάχα, τη σφαγή των δυο Ελλήνων ψωμάδων και της ιδιοκτήτριας του φούρνου που είχε γίνει την προηγούμενη στην περιοχή Τταπάχανα μαχαλά, στη Μεχμέτ Κουρμούς. Ευτυχώς κάποιος ειδοποίησε έγκαιρα τους γιατρούς. Την άλλη μέρα άνεμος στη βράκα τους. από τότε δεν τους ξανάδαμε τους συναδέλφους. 
Στο λεωφορείο ήταν οκτώ δέκα ηλικιωμένοι, ως επί το πλείστον γέροι και δυο κούκλες, κουκλάρες Θεέ μου, να τις πιεις στο ποτήρι. Τις τράβηξαν κάτω από το λεωφορείο.
 «Να τις πάρουμε, να τις γαμήσουμε», είπε ο ανθυπολοχαγός, «στο διαμέρισμά σου!»
Ενοικίαζα διαμέρισμα λίγο πιο πάνω, στην πολυκατοικία του Αλέξανδρου Δημητρίου. απέναντι από το Μπαϊρακτάρ Τζαμί. Επιπλωμένο στην τρίχα. Μου ζητούσαν το κλειδί.
«Δεν σφάξανε», σκύλιασα. «Και μετά τι θα τις κάνετε;» ρωτώ.
Να τις ξεκάνουν, λέει.
«Αν ήταν αδερφές σας;» προσπαθώ να τους πω κάτι που να τους αγγίξει, να τους σοκάρει.
Τους φάνηκε αστείο. Κι απίθανο να βρεθούν οι ίδιοι στη θέση του άλλου. Τους είπα πως θα πάω στην αστυνομία. Φοβόμουν όμως. Νά μου πήγαινε. Κρατούσαν όπλα. Το αυτοκίνητό μου το είχα αφήσει απέναντι, στους αλευρόμυλους Μιτσίδη, Πύλη Αμμοχώστου. Προχωρούσα με την πλάτη κολλημένη στην αγκαθωτή περίφραξη, πάνω στον Προμαχώνα. Μη μου ρίξουν καμιά μέσα στη φούρκα τους που τους είχα χαλάσει τη μανέστρα. Μέχρι που χάθηκα από τα μάτια τους. 
Αργότερα, προφασιζόμενος διάφορα δεν ξαναπάτησα. Κείνες τις μέρες κατάλαβα πως οι διάφορες «Ομάδες» δεν υπερασπίζονταν τη Δημοκρατία και το κράτος, αλλά μάλλον του άνοιγαν το λάκκο...
Ένα μεσημέρι κατεβαίνοντας από την πολυκατοικία, στη λεωφόρο Στασίνου, πέρασε από μπροστά ένας ποδηλάτης. Και με χαιρέτησε. Μου φάνηκε παράξενος και ταλαιπωρημένος. Θυμάμαι ακόμη το σκουριασμένο τιμόνι του ποδηλάτου. Πήγαινα για φαγητό στο μαγέρικο δίπλα από το Ταχυδρομείο. Πλατεία Μεταξά, τώρα Ελευθερίας. Πεζός εγώ, εκείνος χάθηκε από μπροστά μου. Κάπου εκεί στο «ΟΧΙ*» ακούω φωνές, κακό, φασαρία. «Να τον σκοτώσουμε, το παλιόσκυλο!» Ο άνθρωπος που πριν λίγο με είχε χαιρετίσει πλησίασε προς το μέρος μου έχοντάς τα χαμένα. Προφανώς ήμουν γι’ αυτόν ο μοναδικός γνωστός του. Έστω με μια λειψή χαιρετούρα. «Πιάστε τον!» ακούστηκαν ξανά φωνές. «Ρε κοπέλια, πού είμαι;» ρωτούσε με αγωνία ο ποδηλάτης πλησιάζοντάς με πεζός, σέρνοντας λες από τ’ αυτί το ποδήλατό του. Θα πρέπει κάπως να είχε χαθεί. Ίσως και να δούλευε απ’ εδώ κοντά μας. Οι μέρες ήταν πονηρές. Δυο τύποι από το περίπτερο συνέχιζαν να φωνασκούν.
«Μα γιατί φωνάζετε; Ξέρετε τον άνθρωπο; Τον είδατε να σκοτώνει, να κάμνει κανένα κακό;»
«Πουστοπροδότη!» μου φώναξε ένας του περιπτέρου. «Έν’ Τούρκος, ‘εν τον θωρείς;»
«Ε, τζι επειδή έν’ Τούρκος;»
Ο Τούρκος με έβλεπε σαν σωτήρα του. Οπότε εγώ ξαναρωτώ, για να κερδίσω χρόνο και να μαζευτεί κόσμος. «Ξέρει τον κανένας; Πέτε μας! Έκαμε, σιόρ, κανένα κακόν ο άνθρωπος;».
Απέναντι ήταν η Πολυκατοικία του Γιατρού. O οποίος δια βίου έμεινε γνωστός με την προσωνυμία αυτή. Έτσι την ξέραμε όλοι. Κάποιος φώναξε απ’ εκεί πάνω. Μετά κατέβηκε και πλησίασε:
«Με έστειλεν ο Γιατρός, να τον περάσουμε ‘ποτζεί». Εννοούσε στον Τουρκομαχαλά. Ο όχλος μεμιάς καταλάγιασε σαν σβησμένη αφρόζα.
Τα δυο ποδήλατα κατηφόρισαν την Τρικούπη προς Παλιό Δημαρχείο και Πράσινη Γραμμή.


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Sonnambulismo


 È quella porta chiusa
dentro il sogno
che ogni tanto fa emergere
il capo oscuro
del vuoto.  Si chiude e schiude
 
come desiderio di donna
che si difende dal desiderio
peccato
nel subcosciente lenzuolo
 
del mattino.
 
Non possiamo
parlare di questa porta
per non svegliare i sonnambuli
che coi loro corpi immateriali
camminano
lancieri
 
nel nostro sonno.