Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Με τες φασαρίες...

Στον Ηλία Γκρή


Η πρώτη φορά.

Έριξα στην τσάντα τα φυλλάδια της ΠΕΟΜ, της μαθητικής μας Οργάνωσης και κατευθύνθηκα προς το τζαμί της Αγίας Σοφίας, όπου και το Χάνι του Αλέξανδρου. Απ’ εκεί θα έπαιρνα, όπως κάθε μέρα, το λεωφορείο του χωριού μου. Το Δίκωμο. Τα φυλλάδια της Οργάνωσης, της οποίας ήμουν δραστήριο μέλος, τα διανέμαμε στα σχολεία, σε σπίτια και Μορφωτικούς Συλλόγους των γύρω χωριών.
Σκέφτηκα να περάσω μέσα από τον Τουρκομαχαλά, όπου τα μπλόκα των Εγγλέζων κι οι σωματικές έρευνες σπάνιζαν. Πλησίασα το Τουρκικό Λύκειο κι εκεί βρέθηκα μπροστά σε τρεις επιλογές ως προς τον πιο ασφαλή δρόμο που θα ‘πρεπε ν’ ακολουθήσω. Οι Τούρκοι ήταν κι αυτοί πια ανακατωμένοι στα πράγματα. Ένεκα του συνθήματος της Ένωσης. Αποφάσισα να πάρω τον πιο σύντομο. Δεν προχώρησα πέρα από είκοσι μέτρα και βλέπω δυο μάγκες, μ’ ανασηκωμένα τα μανίκια κατά πως λέμε,  να κατευθύνονται απειλητικά κατά πάνω μου. Τουλάχιστο αυτό κατάλαβα και με ζώσανε τα φίδια. Με κοίταξαν με καχυποψία. Ένα κακό προαίσθημα ότι, όπου να ‘ναι, θα με αρπάζανε με το υλικό που κουβαλούσα στην τσάντα μου. Που, όπως και να ‘χει, έκανε λόγο για φιλία με τους Τούρκους και για κοινούς αγώνες... Όμως αυτό ήταν παράνομο. Για τους Εγγλέζους ειδικά, που είχαν προσχεδιάσει πριν κάτι μήνες τη σφαγή του Κιόνελι*, ήταν πολύ παράνομο. Και για κάποιους από τους Τούρκους. Έκρινα όμως πως αν έκανα πίσω θα ‘ταν χειρότερα. Τότε έβαλα μπρος την πονηριά μου. Να καμωθώ τον άρρωστο που μόλις πριν λίγο είχε επισκεφτεί το Συντεχνιακό Ιατρείο πιο κάτω.
Με πλησίασαν. Μπροστά ο ένας, πίσω μου ο άλλος.
«Σαάτ κάτστιρ;» με ρώτησαν. Τι ώρα είναι; 
Το είχα καταλάβει, δεν ήξερα όμως πώς να απαντήσω στα τούρκικα. Αυτό ήθελαν βέβαια και θα με άφηναν ήσυχο. Έκανα ό,τι μπορούσα. Έδειξα το ρολόι στο χέρι μου και τους είπα πως είναι δύο παρά δέκα. Την ίδια ώρα σκεφτόμουν πόσο θα με ευνοούσε η τύχη αν είχα καθυστερήσει στο δρόμο έστω πέντε λεπτά ακόμη. Θα τους απαντούσα κοφτά «ικί», δύο, δηλαδή και θα καθάριζα.
Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Κατάλαβα μόνο τη λέξη «χάγιρ», δηλαδή, όχι. Παίρνοντας θάρρος από την εξέλιξη συνέχισα το ψέμα μου πως είμαι άρρωστος, δείχνοντας ασυναίσθητα τα μάγουλά μου που έκαιγαν από τρομάρα και έξαψη και λέγοντας πως θέλω να πάω στο Χάνι του Αλέξανδρου. Τους ρωτούσα ακόμη αν πιο κάτω «είχε φασαρίες». Αν έχει φασαρίες, πρότεινα, «να πάω απ’ εδώ, μαζί σας», δείχνοντάς τους έτσι την εμπιστοσύνη μου.
Ήμουν τελειόφοιτος Λυκείου, ώριμος πια. Αλλά και μέσα από την ΠΕΟΜ ήξερα πως οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί αν δεν τους κάνουμε εμείς. Μα και κάποιοι από τους ηγέτες τους, που τους οδηγούσαν αλλού. Με τη βοήθεια των Εγγλέζων, φυσικά. Τότε είχε βγει και η διχοτόμηση από το θηκάρι. Οι τοίχοι γεμάτοι συνθήματα: ya taksim ya olum… Διχοτόμηση ή Θάνατος.
Οι δυο συνομήλικοι, ή μάλλον κάπως μεγαλύτεροί μου, με διαβεβαίωσαν πως δεν έχει φασαρίες. «Fasaria yoktur», είπαν. Το εννοούσαν όμως;
Και όντως προχωρώντας πιο κάτω, άκουσα φωνές. Και βαθιά στο σοκάκι, πιο έντονη τη φασαρία. Σκέφτηκα να στραφώ πίσω, να το βάλω στα πόδια. Όμως στην άκρη στέκονταν οι δυο τους, λες και με περίμεναν. Μπήκα στο δρόμο προς το Τουρκικό Λύκειο για να βρεθώ αίφνης μπροστά σ’ ένα τσούρμο που φώναζε κι οχλαγωγούσε. Ένας απ’ αυτούς στράφηκε απειλητικά προς το μέρος μου κρατώντας ένα σκουπόξυλο. Με ρώτησε κάτι στα τούρκικα. Του απάντησα στα ελληνικά ότι δεν κατάλαβα. Τότε μού κατέβασε την πρώτη ξυλιά στην πλάτη. Κι εκεί που δοκίμαζα να αναπλάσω το παραμύθι του άρρωστου, ίσως και με λυπόταν, μου κατάφερε ένα δυνατό μπάτσο στο ριζάφτι. Βούιξαν τ’ αυτιά μου. Την ίδια στιγμή είδα πολλά άγρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Μου φάνηκε πως ήταν ζήτημα λεπτού να με κατασπαράξουν. Μπορεί να ‘ταν κι οι παραισθήσεις από τον μπάτσο. Τότε καταφτάνει κάποιος πάνω σε ποδήλατο. Ρίχτηκε στον άλλο με το σκουπόξυλο, βρίστηκαν κιόλας. Τις τούρκικες βρισιές τις ήξερα απ’ έξω όπως τα ανώμαλα ρήματα. Όπως και όλοι μας, δηλαδή. Τόσους αιώνες μαζί και το μόνο που μάθαμε απ’ αυτούς είναι οι βρισιές τους.
Τότε ο ποδηλάτης με άρπαξε από το γιακά του πουκαμίσου και σέρνοντάς με είπε. «Άτε πε, τσιαπούκ, τσιαπούκ. Γλήορα, βιάστου!». Μου το είπε σε όλες τις γλώσσες και κρατώντας με από το γιακά, εκείνος τρέχοντας πάνω στο ποδήλατο, με έβγαλε έξω από τη φασαρία.
Όταν πια βρεθήκαμε σε απόμερο, ήσυχο δρόμο της γειτονιάς μού είπε με χαμόγελο: «Άτε, τωρά γιάλλα». Δίνε του τώρα!
Εγώ όμως ήθελα και ρέστα. «Τώρα» του λέω, «που δεν μας κυνηγά κανένας, πέστε μου, σας παρακαλώ, τ’ όνομά σας!»
«Πασκά ντεφά», μου απάντησε. Μιαν άλλη φορά.
Είπα ένα μεγάλο «τεσιεκούρ ετερίμ» στη γλώσσα του και το ‘βαλα στα πόδια.
Σαν έφτασα όμως στην άκρη του δρόμου κυριάρχησε μέσα μου μια λύπη. Που δεν είχα το όνομά του. Σημείωσα όμως τα χαρακτηριστικά του: τα εκφραστικά καφετιά μάτια του, τα ίσια μαύρα μαλλιά, την κάπως γαμψή μύτη, τα χοντρά του χείλη που εντυπώθηκαν μέσα μου την τελευταία στιγμή, καθώς μου έλεγε χαμογελώντας: «άτε, τωρά γιάλλα».



Η άλλη φορά.

Πέντε χρόνια μετά, το ’63, ’64, με την Τουρκανταρσία, έτσι τη λέγαμε τότε, με επιστράτεψαν στα φυλάκια, να ελέγχουμε τους θύλακες των Τούρκων. Υπεύθυνοι ήταν συνήθως αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού. Αποσπασμένοι γι’ αυτή τη δουλειά. Μα ήταν κι άλλοι, που γίνανε μόνοι τους διώκτες. Κανένας δεν τους είχε αποσπάσει, κανένας δεν τους είχε διορίσει. Όπου σ’ εύρω κι όπου μ’ εύρεις, που λαλούμε... Κάναμε κι άλλες μαλακίες, θα σου πω μετά. Αλλά να σου πω από τώρα, για να καταλάβεις το ποιόν των ανθρώπων. Ξέρεις, ψάρευα με ψαροντούφεκο τότε, κατά Κερύνεια μεριά. «Να μας πάρεις κι εμάς». Τι να κάνω, δεν μπορούσα να τους αποφύγω. Κρατούσαν όπλα, ήταν πελλοί*. Πήγαμε μ’ ένα λαντρόβερ, διπλοκόρωνο, του στρατού. Σβάρνα την παραλία, από Βασίλεια ως Λιβερά. Δέκα, δεκαπέντε μίλια; Καινούργια λάστιχα κόπηκαν φέτες φέτες πάνω στους βράχους. Δυο κάσες χειροβομβίδες τις ρίξανε στη θάλασσα, για να πιάσουν ψάρι. Ο μακαρίτης ο Κασκαής που μας πήρε με τη βάρκα του, τους έλεγε, «άδικα τις πετάσσετε. Στο δυναμίτη δένουμε πέτρα για να εκραγεί στο βυθό που είναι τα ψάρια. Άδικα, λαλώ σας!» Αυτοί δεν καταλάβαιναν Θεό. 
Μια μέρα ήμασταν στην πεζίνα του Χειλίδη. Σε μπλόκο, μαζί. Να ερευνούμε τα λεωφορεία της Λοζάν για Λεμεσό και Λάρνακα. Δήθεν για όπλα. Υπεύθυνος ο μονάστερος, αυτός με τις χειροβομβίδες. Μετέπειτα φτάσανε όλοι τους σιγά σιγά έως και στρατηγοί. Φαντάζεσαι; Λαθροθήρες του κερατά, σκότωναν λαγούς με τα υπηρεσιακά τους όπλα, στο πάρκο της Αθαλάσσας.. Έγινε σούσουρο, γράψανε τότες κι οι εφημερίδες. Αγράμματοι, του κερατά, μα και στυγνοί δολοφόνοι. Εκείνες τις μέρες ο ένας απ’ αυτούς κατέβασε με περίστροφο μια κοπελίτσα Τουρκάλα, είχε δεν είχε τα δεκαπέντε, εν μέση οδώ, στον Τακτακαλά.. Τόσο μικρός ήταν ο τόπος μας και δε μας χωρούσε όλους; Έλληνες, Τούρκους; Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου, με τις βλακείες που κάναμε.
Έκαναν το λεωφορείο φύλλο και φτερό, μάζευαν τα λεφτά του κόσμου από τις τσέπες τους. Μάτσες πεντόλιρα.
«Έλα κι εσύ να κάνεις έρευνα. Να πάρεις ριάλια, φτανέ!*». Το «μαλάκα» μας ήρθε αργότερα με τους καλαμαράδες που μας έστειλε νύκτα ο Γέρος, ο Παπανδρέου.
 «Δε χρειάζομαι χρήματα, έχω τη δουλειά μου». Θέλοντας να τους πω ότι κι αυτοί είχαν το μισθό τους και πως δεν τους τιμούσε το πλιάτσικο. Ήξερα πως όλα αυτά θα τα πληρώναμε μια μέρα. Ήταν κοντά στον νουν*, τα άδικα ουκ ευλογούνται. Ήμουν διοικητικός στο Γενικό Νοσοκομείο. Είχαμε συναδέλφους Τούρκους, αδερφές, νοσοκόμους, δουλεύαμε πλάι πλάι. Ήμασταν φίλοι. Τις προάλλες παρά λίγο θα τους έκαναν μακαρία τη λήξει, ομαδικώς. Κάτι πατριώτες τους μάζεψαν κάτω, σε μια κλειστή αυλή για να τους καθαρίσουν. Να εκδικηθούν, τάχα, τη σφαγή των δυο Ελλήνων ψωμάδων και της ιδιοκτήτριας του φούρνου που είχε γίνει την προηγούμενη στην περιοχή Τταπάχανα μαχαλά, στη Μεχμέτ Κουρμούς. Ευτυχώς κάποιος ειδοποίησε έγκαιρα τους γιατρούς. Την άλλη μέρα άνεμος στη βράκα τους. από τότε δεν τους ξανάδαμε τους συναδέλφους. 
Στο λεωφορείο ήταν οκτώ δέκα ηλικιωμένοι, ως επί το πλείστον γέροι και δυο κούκλες, κουκλάρες Θεέ μου, να τις πιεις στο ποτήρι. Τις τράβηξαν κάτω από το λεωφορείο.
 «Να τις πάρουμε, να τις γαμήσουμε», είπε ο ανθυπολοχαγός, «στο διαμέρισμά σου!»
Ενοικίαζα διαμέρισμα λίγο πιο πάνω, στην πολυκατοικία του Αλέξανδρου Δημητρίου. απέναντι από το Μπαϊρακτάρ Τζαμί. Επιπλωμένο στην τρίχα. Μου ζητούσαν το κλειδί.
«Δεν σφάξανε», σκύλιασα. «Και μετά τι θα τις κάνετε;» ρωτώ.
Να τις ξεκάνουν, λέει.
«Αν ήταν αδερφές σας;» προσπαθώ να τους πω κάτι που να τους αγγίξει, να τους σοκάρει.
Τους φάνηκε αστείο. Κι απίθανο να βρεθούν οι ίδιοι στη θέση του άλλου. Τους είπα πως θα πάω στην αστυνομία. Φοβόμουν όμως. Νά μου πήγαινε. Κρατούσαν όπλα. Το αυτοκίνητό μου το είχα αφήσει απέναντι, στους αλευρόμυλους Μιτσίδη, Πύλη Αμμοχώστου. Προχωρούσα με την πλάτη κολλημένη στην αγκαθωτή περίφραξη, πάνω στον Προμαχώνα. Μη μου ρίξουν καμιά μέσα στη φούρκα τους που τους είχα χαλάσει τη μανέστρα. Μέχρι που χάθηκα από τα μάτια τους. 
Αργότερα, προφασιζόμενος διάφορα δεν ξαναπάτησα. Κείνες τις μέρες κατάλαβα πως οι διάφορες «Ομάδες» δεν υπερασπίζονταν τη Δημοκρατία και το κράτος, αλλά μάλλον του άνοιγαν το λάκκο...
Ένα μεσημέρι κατεβαίνοντας από την πολυκατοικία, στη λεωφόρο Στασίνου, πέρασε από μπροστά ένας ποδηλάτης. Και με χαιρέτησε. Μου φάνηκε παράξενος και ταλαιπωρημένος. Θυμάμαι ακόμη το σκουριασμένο τιμόνι του ποδηλάτου. Πήγαινα για φαγητό στο μαγέρικο δίπλα από το Ταχυδρομείο. Πλατεία Μεταξά, τώρα Ελευθερίας. Πεζός εγώ, εκείνος χάθηκε από μπροστά μου. Κάπου εκεί στο «ΟΧΙ*» ακούω φωνές, κακό, φασαρία. «Να τον σκοτώσουμε, το παλιόσκυλο!» Ο άνθρωπος που πριν λίγο με είχε χαιρετίσει πλησίασε προς το μέρος μου έχοντάς τα χαμένα. Προφανώς ήμουν γι’ αυτόν ο μοναδικός γνωστός του. Έστω με μια λειψή χαιρετούρα. «Πιάστε τον!» ακούστηκαν ξανά φωνές. «Ρε κοπέλια, πού είμαι;» ρωτούσε με αγωνία ο ποδηλάτης πλησιάζοντάς με πεζός, σέρνοντας λες από τ’ αυτί το ποδήλατό του. Θα πρέπει κάπως να είχε χαθεί. Ίσως και να δούλευε απ’ εδώ κοντά μας. Οι μέρες ήταν πονηρές. Δυο τύποι από το περίπτερο συνέχιζαν να φωνασκούν.
«Μα γιατί φωνάζετε; Ξέρετε τον άνθρωπο; Τον είδατε να σκοτώνει, να κάμνει κανένα κακό;»
«Πουστοπροδότη!» μου φώναξε ένας του περιπτέρου. «Έν’ Τούρκος, ‘εν τον θωρείς;»
«Ε, τζι επειδή έν’ Τούρκος;»
Ο Τούρκος με έβλεπε σαν σωτήρα του. Οπότε εγώ ξαναρωτώ, για να κερδίσω χρόνο και να μαζευτεί κόσμος. «Ξέρει τον κανένας; Πέτε μας! Έκαμε, σιόρ, κανένα κακόν ο άνθρωπος;».
Απέναντι ήταν η Πολυκατοικία του Γιατρού. O οποίος δια βίου έμεινε γνωστός με την προσωνυμία αυτή. Έτσι την ξέραμε όλοι. Κάποιος φώναξε απ’ εκεί πάνω. Μετά κατέβηκε και πλησίασε:
«Με έστειλεν ο Γιατρός, να τον περάσουμε ‘ποτζεί». Εννοούσε στον Τουρκομαχαλά. Ο όχλος μεμιάς καταλάγιασε σαν σβησμένη αφρόζα.
Τα δυο ποδήλατα κατηφόρισαν την Τρικούπη προς Παλιό Δημαρχείο και Πράσινη Γραμμή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου