Στον Μουσταφά Αλί
Ο Λουτβή ο ζαβοπόης με πήρε από το χέρι και με τράβηξε παράμερα στο διπλανό γραφείο. Δεν ήταν κανένας μέσα εκείνη την ώρα. Μου έδωσε πεντακόσιες λίρες, εκατό πεντόλιρα μέσα σ’ ένα καφετί φάκελο.
«Μα είσαι πελλός, Μεμμέτη, πού ηύρες τόσα ριάλια;»
«Δανεικά, θα μου τα επιστρέψεις. Άκουσα τες δυσκολίες που έχεις με το σπίτι της αρφής* σου. Μόνο μεν πεις σε κανένα τίποτε!»
«Έλα, τουλάχιστο να σου κάμω ένα χαρτί» και τον έσπρωχνα προς το γραφείο μου.
«Σσς! Μην ακούσει κανένας. Ούτε ο Τζελάλης. Ούτε τζι η μάνα μου, αν τύχει και βρεθείτε. Εσύ, εγώ τζι ο Θεός!»
Ο Λουτβή Μεμμέτης είχε προσληφθεί πριν από τρία χρόνια και τον έστειλαν κοντά μας, να μάθει τη δουλειά στον Πύργο Ελέγχου. Είχα μαζί μου ένα τεράστιο σάντουιτς και για μεσημεριανό του πρότεινα να το μοιραστούμε. Πρώτη μέρα, δίσταζε.
«Είναι κοτόπουλο» του κάνω, «ταούκ», λέω στα τούρκικα για να προλάβω τυχόν θρησκευτικές αναστολές του.
«Μα τζιαι σhιοίρο τρώω, μάστρε!» φρόντισε αμέσως να με κατατοπίσει πως ο ...θεός του ήταν ανεξίθρησκος, αφού έτρωγε και χοιρινό.
«Να μεν με λαλείς μάστρο. Λάλε με σκέτο Κωστή». Στη συνέχεια φιλέψαμε. Τον έπαιρνα μαζί μου στο ψάρεμα. Με το ψαροντούφεκο. Είκοσι οργιές μες στο νερό. Κάποτε πηγαίναμε στο Λάρνακα* και τηγάνιζε τα ψάρια η μάνα μου, άλλες φορές ίσια στο Κιόνελι*, τα ‘ψηνε η μάνα του. Μύριζε η γειτονιά, μαζεύονταν έντεκα γάτες τριγύρω. Μια φορά γεμίσαμε τέσσερις κάσες. Τα πιο πολλά ζαργάνες, κάτι τεράστια φίδια. Δεν ξέραμε τι να τις κάνουμε. Σκεφτήκαμε την «παγωμηχανή», το εργοστάσιο πάγου κοντά στην Πύλη της Κερύνειας.
«Το μπούζι ως αύριο θα λειώσει, μάστρε!» Κάποτε του ξέφευγε ακόμη το «μάστρε».
Μετά πέταξε μια τρελή ιδέα. Να πάμε όλοι οι φίλοι μαζί στο Κρυστάλ, ένα εστιατόριο στο Μπογάζι*. Ο ιδιοκτήτης ήταν θείος του. Αυτό ήταν. Πήγαμε τέσσερις φίλοι. Μαζί και τρεις κοπέλες. Η μια τουρκάλα. Μπορεί να ‘ταν και φίλη του, ανεπίσημα. Πάντως κοιταζόντουσαν γλυκά. Το υπόλοιπο ψάρι σερβιρίστηκε στους πελάτες κανονικά. Εμείς δωρεάν φαΐ πιοτό μέχρι πρωίας. Το «μέχρι πρωίας» το είπε ο Μεμμέτ, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε αλλά έγραφε άπταιστα ελληνικά. Μουσική, κακό. Στο φωνόγραφο ελληνικά τραγούδια. Κέφι, γλέντι, τραγούδι. Σ’ ένα τραπέζι στο βάθος καθόταν με μια παρέα ο δόκτωρ Φαζίλ Κουτσούκ, ο Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήρθε να φάει ψάρι. Φρέσκα ζαργάνα, θα του είπαν. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε και μας πλησίασε.
«Ποιοι έν’ ο μάστροι του ψαρκού;» είπε.
Κορδωθήκαμε σα διάνοι εγώ κι ο Λουτβή Μεμμέτ.
«Μπράβο σας. Μιαν πότσα ουίσκυ ‘πού μένα! Τζιαι πάντα έτσι, αγαπημένοι!»
Το ’63 θα παντρεύαμε την αδερφή μου, την πιο μικρή. Άλλες δυο ήταν στην Αγγλία, καλοτυχισμένες και δυο αδέρφια στην Αμερική. Ο ένας με εστιατόριο στη Φλόριδα, πάνω στη θάλασσα, ο άλλος με βιομηχανία γυναικείων ενδυμάτων, χάι κλας. Ήρθαν σπίτι ο συμπέθερος, ο γαμπρός κι ένας αδερφός του για τα προικοσύμφωνα. Ο γαμπρός έκατσε παράμερα σαν άγαλμα. Παζάρευαν για λόγου του οι άλλοι δύο. Την περνούσε την αδερφή μου σχεδόν είκοσι χρόνια. Δεκαεφτά εκείνη, τριάντα πέντε το άγαλμα.
«Αδερφούλα μου, με κουτσή είσαι με στραβή, μεν τον πάρεις!», προσπαθούσα στα διαλείμματα να της εμφυσήσω. «Τ’ αδέρφια μας σε περιμένουν στην Αμερική, να καλοπροικιστείς...»
Οι μουσαφίρηδες ξέρανε καλύτερα κι από μας την περιουσία μας. Ένα χωράφι που το είχαμε σχεδόν ξεχασμένο, το απαίτησαν κι αυτό για προίκα. Έθεσαν ακόμη ένα όρο. Να αγοράσουμε από τον πατέρα του γαμπρού το οικόπεδο, ένα χωράφι πάνω στο δρόμο έμπα του χωριού. Πήγαμε στο Κτηματολόγιο και το μεταβιβάσαμε στο όνομα της αδερφής μου. Σαν τελειώσαμε και βγαίνοντας στο δρόμο, ο συμπέθερος παραπονέθηκε πως μάλλον μας το είχε δώσει τζάμπα. Επειδή από την αρχή δεν παζαρέψαμε τίποτε. Του ‘χωσα μια χούφτα πεντόλιρα στην τσέπη του σακακιού του. Μην αδικηθεί το πλάσμα. Σαν ήρθε η ώρα να κτίσουμε, τα αδέρφια από Αγγλία κι Αμερική τράβηξαν πίσω. Και με το δίκιο τους: «εμείς δεν αγοράζουμε γαμπρό, στείλτε την σ’ εμάς». Ανέλαβα το μερίδιο όλων.
Τότε εμφανίστηκε ο Λουτβή.
«Δεν γίνεται!», επαναλαμβάνω, «να πάρω δανεικά έτσι. Κάτσε να σου κάνω ένα χαρτί. Αύριο μπορεί να πνιγώ».
Τα οικόπεδα δίπλα στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου πωλούνταν προς τρακόσες λίρες. Αγόραζε δύο ο Μεμμέτης.
«Μη κακό σου!» είπε, «που θα πνιγείς».
Δεν δέχτηκε δεύτερη κουβέντα.
Χριστούγεννα του ’63 με τις φασαρίες εγκατέλειψαν οι Τουρκοκύπριοι το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Μείνανε μόνο οι πιο ηλικιωμένοι. Αυτοί δεν φοβόντουσαν. Ο Λουτβή Μεμμέτ έφυγε κι αυτός. Του μηνούσα κάθε μέρα με τον Τζελάλ εφέντη, το συγχωριανό του, να έρθει πίσω. Τίποτε. Αυτό όμως μονάχα τις πρώτες μέρες. Μετά κατάλαβα πως θα ήταν καλύτερα να μην γύριζε. Η τρέλα μάς γυρόφερνε για τα καλά.
Ήταν μαζί μας ένα νεαρό παιδί, ο Μουσταφά Αλί, από τη Δένεια. Ο πατέρας του ήταν κάτι σαν ιμάμης ή μουκτάρης. Νά του πήγαινε του παιδιού, δεν το κούναγε από το αεροδρόμιο. Κοιμόταν στο γραφείο. Εκεί έτρωγε εκεί έπινε. Αν αποφάσιζε να φύγει για το χωριό του μπορεί και να τον καθάριζαν. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ήταν οι μέρες που τρωγόμασταν μεταξύ μας. Μια σου μια μου, όπως και το ’58 με τον Γρίβα και τους άλλους. Βάζαμε καλάθια φονικού. Ένας σου, ένας μου. Τούρκος Έλληνας, φαγωθήκαμε κάμποσοι. Αυτός δούλευε στην υπηρεσία των Εγγλέζων, όπως κι εγώ τότε. Είχαμε δικά μας Γραφεία Ελέγχου Εναέριας Κυκλοφορίας, παράλληλα με τα αντίστοιχα της Δημοκρατίας.
Και μια μέρα κάποιος από δίπλα, ο Γιώρκος, πήγε κι έφερε χαρτί από τον πατέρα του Μουσαταφά. Με βούλα και υπογραφή. Ο νεαρός τον εμπιστεύτηκε. Φίλος του πατέρα μου, σου λέει! Μπήκε μπροστά με το μοτοσακό, έτσι έλεγαν τότε τα μοτοποδήλατα κι ο άλλος από πίσω μ’ ένα παλιό Όστιν. Σε κάποια στροφή τον κτυπάει από πίσω. Ο νεαρός πέφτει στο χαντάκι, μετά σηκώνεται κι αρχίζει να τρέχει. Τον κυνηγά ξανά ο φονιάς, δεν τα καταφέρνει. Τον πληγώνει μόνο. Τότε ανασύρει το εικοσιδύο χιλιοστών και του ρίχνει τρεις απανωτές. Του τελειώνουν τα σφαιρίδια και το παιδί είναι ακόμη ζωντανό. Σηκώνεται. Τρέχει όσο μπορεί, διπλωμένος, σκοντάφτει, πέφτει. Τον πετά σ’ ένα πηγάδι. Ρίχνει από πάνω πέτρες.
Άνοιξη του ’64. Ο Τζελάλης δούλευε ακόμα μαζί μας. Ήθελα να στείλω τα λεφτά στον Λουτβή Μεμμέτ, όμως δεν ήμουν σίγουρος αν θα τα παρέδιδε. Δεν του είχα πολλή εμπιστοσύνη. Καιροί δύσκολοι. Του μήνυσα με τον ίδιο. Με γράμμα στα ελληνικά, να μου στείλει μια απόδειξη υπογραμμένη σε τρία σημεία. Έτσι μου έκοψε. Την πήρα και του έστειλα αμέσως τα λεφτά. Παρόλα αυτά είχα την έγνοια. Του τα ‘δωσε ο Τζελάλης ή όχι;
Ήταν η εποχή της έντασης και των «ηρωισμών». Κι από τις δυο πλευρές. Δαγκώναμε την ουρά μας σαν σκορπιοί, έλεγε ένας αδέσποτος Αρχιμανδρίτης, που περνούσε κάποτε απρόσκλητος από τα γραφεία και τελούσε αγιασμούς. Φαίνεται λες, κάτι να είχε μυριστεί; Μια φορά πάντως ο φονιάς τού είπε τα καθέκαστα. Ίσως για να καθαρίσει και να ξαλαφρώσει... Μάλλον όχι. Αντίθετα, για να αποσπάσει εύσημα ηρωισμού. Μάθαμε την απάντηση του ιερωμένου. Απ’ αυτήν επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες πολλών από μας, που μέχρι τότε ήταν μόνον ψιθυρισμοί και εικασίες.
«Είσαι δύο φορές δολοφόνος! Απέσπασες δολίως από τον πατέρα του συγκατάθεση για το θάνατο του παιδιού του, τον οποίο εκτέλεσες με τον πιο αποτρόπαιο και κτηνώδη τρόπο. Είσαι καταδικασμένος στο πυρ το εξώτερον. Κανένας Θεός δε θα σε συγχωρέσει».
Ιούλης μήνας ‘64, περνούσα με το «κονβόυ*» για την Κερύνεια. Ήταν ακόμη στην έγνοια μου ο Λουτβή. Είχε άραγε πάρει τα λεφτά; Καίτοι αυστηρώς απαγορευμένο βγήκα από τη σειρά και σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της αδερφής του. Στο Κιόνελι*. Πετάχτηκε από μέσα και ο ίδιος. Με φιλούσε κλαίγοντας, δεν μ’ άφηνε να φύγω.
«Μεμμέτη, πήρες τα λεφτά;»
«Τα πήρα, Κωστή, τα πήρα. Μεν ανησυχείς, ήρταν πάνω στην ώρα. Ευτυχώς, γιατί εμείναμε ούλοι μας απένταροι, χωρίς δουλειά».
Με φίλησε άλλη μια φορά κι έπειτα μ’ έσπρωξε στ’ αυτοκίνητο και ξανά στο «κονβόυ».
«Πήγαινε, έν’ επικίνδυνο να κάθεσαι δαμαί!»
Υ.Γ Κάθε σύμπτωση με γεγονότα, πρόσωπα ή τύψεις, ας θεωρηθούν φανταστικά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου