Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Σατιρικός ρεαλισμός και διαφυγές στο φανταστικό

Ο Λευτέρης Παπαλεοντίου για Το ασταθές βήμα.

Με την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του ο Χρίστος Χατζήπαπας επιβεβαιώνει, πιστεύω, την εκτίμηση ότι είναι από τους λίγους, τους ελάχιστους πεζογράφους της «γενιάς» του που διανύουν μια τόσο σταθερή, συνεπή και εξελικτική διηγηματογραφική πορεία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ανάλογη ποιοτική εξέλιξη διαπιστώνεται και στο μυθιστόρημά του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, έχω την εντύπωση ότι ο διηγηματογράφος Χατζήπαπας πάει να υποσκελίσει τον μυθιστοριογράφο.
Από τις πρώτες συλλογές διηγημάτων (Tο μεγάλο ψέμα, 1981· Eντελώς φυσιολογικός, 1984) ώς την πιο πρόσφατη και ώριμη δουλειά του (Έρως εν καμίνω, 2001· Το ασταθές βήμα, 2009), ο συγγραφέας κατορθώνει να συζεύξει αποτελεσματικά την ιστορία και την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, αξιοποιώντας όλο και περισσότερο στοιχεία μιας νεότροπης αφήγησης. Συχνά συνδέει προσωπικά (επαγγελματικά, οικογενειακά, ερωτικά κτλ.) βιώματα με συλλογικά, πολιτικά θέματα από τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, επιτυγχάνοντας να αποδώσει με πικρό χιούμορ και σαρκασμό κρίσιμες ή και τραγικές στιγμές από την πρόσφατη ιστορία του τόπου. Επιστρατεύει συνήθως ρεαλιστικές τεχνικές, παρόλο που δεν λείπουν διαφυγές στον χώρο του φανταστικού, ακόμη και της ένθετης λυρικής ποίησης.
Στα πιο ώριμα διηγήματα της συλλογής Έρως εν καμίνω, αλλά και σε πιο πρόσφατα αφηγήματα της συλλογής Το ασταθές βήμα, σμίγοντας το τραγικό με το κωμικό, το σοβαρό με το ευτράπελο, το υψηλό με το ταπεινό, το ιερό με το ανίερο, ο Χρ. Χατζήπαπας επιτυγχάνει να τιθασεύσει τη μελοδραματική διάχυση ή την πατριωτική έξαρση. Και εδώ επανέρχονται στοιχεία που συναντάμε και στα πρώτα βιβλία του (αλλά και στα μυθιστορήματά του), όπως ο έντονος ερωτισμός, μνήμες αγαπημένων προσώπων και ανέμελων σκηνών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, προσωπικές εμπειρίες και συλλογικά βιώματα, στιγμιότυπα ειρηνικής συμβίωσης και αντιπαράθεσης Eλληνοκυπρίων και Tουρκοκυπρίων ή συγκρούσεων αριστερών και δεξιών κτλ.
Ωστόσο, στο τελευταίο βιβλίο του, παρά το γεγονός ότι η μεσαία και ίσως η κορυφαία ενότητα του βιβλίου («Τα της Κύπρου») αναφέρεται σε ιστορικές περιπέτειες του τόπου (από τον αντιβρετανικό Αγώνα της ΕΟΚΑ και τις διακοινοτικές συγκρούσεις ώς το πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και την τουρκική εισβολή του ’74), εμφανίζονται παράλληλα ή διογκώνονται σημαντικά δύο άλλες θεματικές περιοχές: Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται με δέκα διηγήματα που αφορούν «τα της ύπαρξης και της ψυχής»· ενώ το τρίτο μέρος της συλλογής περιλαμβάνει άλλα πέντε διηγήματα, που αφορούν «τα των δούλων», δηλαδή την ποικιλότροπη εκμετάλλευση και κακοποίηση οικονομικών μεταναστών στο νησί των «μακάρων».
Τα δέκα διηγήματα της πρώτης ενότητας, «τα της ύπαρξης και της ψυχής», θα μπορούσαν κάλλιστα να στεγαστούν υπό τον τίτλο «του έρωτα και του θανάτου». Ο έρωτας στις ποικίλες εκδοχές του και ο φόβος του θανάτου, είτε χωριστά είτε από κοινού, επανέρχονται σε διαφορετικές δόσεις σε όλα σχεδόν τα κείμενα της ενότητας αυτής. Η έκταση των κειμένων ποικίλλει· το πιο συνοπτικό είναι μόλις δύο σελίδες, το εκτενέστερο υπερβαίνει τις τριάντα σελίδες του βιβλίου. Πιο εκτενή και πληθωρικά είναι τα δύο διηγήματα που τοποθετούνται στη Βουλγαρία. Στο πρώτο («The pecouliar man»), μέσα από σεξουαλικά λογοπαίγνια και ένα ανάλαφρο επεισόδιο, μεθοδεύεται αρκετά αποτελεσματικά η απομυθοποίηση του κομμουνιστικού «συστήματος» στη χώρα αυτή του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το πιο εκτενές «Το λαρύγγι του διαβόλου» είναι μια μισο-πραγματική όσο και συμβολική καταβύθιση στις εκβολές ενός ποταμού, που μετατρέπεται σε υποχθόνιο και χάνεται κάπου στα έγκατα του ορεινού όγκου της Ροδόπης. Η περιπέτεια αυτή τελειώνει με τον άδοξο χαμό της ερωτικής Μάσιας, που συμβολίζει, ίσως, και το τέλος της ερωτικής αθωότητας. Περισσότερο δραστικά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο συνοπτικά και ευσύνοπτα κείμενα της ενότητας αυτής, αρχίζοντας από το «Ασταθές βήμα» και φτάνοντας στο «Πωλούνται φιόρδ». Στο πρώτο, που θυμίζει τα ομόθεμα ιδιωματικά ποιήματα του Λιπέρτη και του Μόντη, θεματοποιείται ο μάλλον γεροντικός έρωτας του αφηγητή προς μια νεαρή ύπαρξη. Πρώτα ο Λιπέρτης ασχολήθηκε αρκετά επίμονα (τουλάχιστον σε τέσσερα ποιήματά του: «Το κλάμαν», «Παιδκιώννω», «Γέρον μεν λιματεύκεις» και «Εν αερούδιν που ρίβκει τα φύλλα») με το θέμα του ηλικιωμένου άντρα που λιγουρεύεται τρυφερά κορίτσια ή πολιορκείται από αυτά: «’Ντα του γερόκαττου τζαι πάλε τρυφερά /αρέσκει του να τρώει ποντικούδκια / τζαι συναγλείφεται θωρείς τον μια χαρά / τζαι μούρρου μούρρου τζαι λαλεί τραούδκια»). Το δίπολο νιότη/γερατειά, ή γεροντική λαγνεία/ερωτική ακαταδεξιά της νιότης, ή συνειδητοποίηση τους τέλους της ζωής ως αντίστιξη στη νεανική ακμή, όπως καθρεφτίζεται και στους στίχους από τη «Δροσούλλα» του Μόντη Εσού ’σαι τα χαράματα του φου/ που μολοούσιν μέραν τζαι ξιφώτιν, / εγιώνι το σουρούππιασμαν. Λαλώ / μ’ όπου τζαι να ’ν’ η μέρα καρτερώ την) επανέρχεται ως κύριος θεματικός άξονας και στο εξαιρετικά σύντομο «Το ασταθές βήμα». Το αφήγημα απογειώνεται με την καταληκτική ονειρική και ποιητική εικόνα, στην οποία οι λύκοι («που οσμίζονται από μακριά το ασταθές βήμα των αποχωρούντων») στοιχειώνουν τον ύπνο και τους υπαρξιακούς φόβους του κεντρικού ήρωα. Η κατάληξη αυτή μας προϊδεάζει για τη θεματική του δεύτερου διηγήματος της συλλογής («Σαν δισκοβόλος»), όπου οι ανέμελες αταξίες της παιδικής ηλικίας (ο ανασκολοπισμός τζιτζικιών) συνδέονται με τον μύθο του Τιθωνού, ενώ στη συνέχεια η εξόντωση των μακάβριων και ενοχλητικών κορακιών ανασύρει από το ασυνείδητο, μέσω του ονείρου, τον θάνατο του πατέρα, που έχει πάρει τα χαρακτηριστικά ενός τεράστιου ανθρωπόμορφου μαυροκόρακα. Εδώ οι τύψεις για τον θάνατο του πατέρα, που πέθανε μάλλον αβοήθητος, διογκώνονται και συνενώνονται με τους υπαρξιακούς φόβους του ανθρώπου που νιώθει ότι η ζωή του πάει προς τη δύση της. Παράλληλα το διήγημα αυτό έχει στοιχεία περιβαλλοντολογικού ενδιαφέροντος.
Πλήρης παραίτηση από τη ζωή χαρακτηρίζει τον υπερήλικα του διηγήματος «Ένας γέρος», που δεν έχει πια υπαρξιακές ή μεταφυσικές ανησυχίες, παρά μόνο διασώζει με την αρκετά ιδιωματική αφήγησή του τον ένα και μοναδικό, ανεκπλήρωτο έρωτά του. Άλλος ένας θάνατος, αυτή τη φορά ενός αγοριού, σκιτσάρεται με πολλή αφαίρεση και με ποιητικούς τρόπους και συμβαδίζει με το τέλος της βραχύβιας ζωής ενός λουλουδιού («Ο θάνατος ενός λουλουδιού»). Αρκετή αφαίρεση, ίσως και υπερβολική θολούρα, χαρακτηρίζουν κυρίως το «Συμβατό ήπαρ» και λιγότερο την «Πόλη των άσχημων». Στο πρώτο θίγεται το πρόβλημα της ελευθερίας της έκφρασης από τη σκοπιά ενός μεταμοσχευμένου συκωτιού, αλλά κυρίως το θέμα της πώλησης και μεταμόσχευσης οργάνων σε μιαν ανελεύθερη χώρα, όπου οι εκτελέσεις θανατοποινιτών συνδέονται με το μεταμοσχευτικό πρόγραμμα της χώρας. Στο δεύτερο, που αναφέρεται σε ένα συνέδριο συγγραφέων στο Τριέστι, προβάλλονται, ανάμεσα σ’ άλλα, αντιστάσεις στην παγκοσμιοποίηση. Η «Πόλη των άσχημων» καταλήγει να είναι ύμνος στην ομορφιά, δοσμένος μέσα από έναν παραληρηματικό, σχεδόν σχιζοφασικό μονόλογο του κεντρικού ήρωα, που έχει κορεστεί και μεθύσει από το κρασί και την ασχήμια.
Τα δύο τελευταία διηγήματα του πρώτου μέρους του βιβλίου («Πωλούνται φιόρδ» και «Η πείνα του κυρίου Ραντέσκου») είναι, κατά τη γνώμη μου, τα σημαντικότερα της ενότητας αυτής. Και στα δύο ο συγγραφέας αξιοποιεί με επιτυχία τη γλώσσα της ανατροπής. Στο πρώτο εξορκίζεται ο φόβος του θανάτου με ένα οργιώδες, μακάβριο χιούμορ, με αφορμή μιαν αγγελία για φέρετρα πολυτελείας σε τιμή ευκαιρίας. Στο δεύτερο επιστρατεύεται μια σατιρική και σαρκαστική γλώσσα, αλλά και στοιχεία του γκροτέσκου και του μπουρλέσκου, για να στηλιτευθούν όχι τόσο η μιζέρια του πεινασμένου νεοελληνιστή φιλόλογου από τη Ρουμανία, που έρχεται να «σώσει» τάχα την κυπριακή λογοτεχνία και να την προβάλει στο εξωτερικό, όσο νοοτροπίες και συμπεριφορές επίδοξων και φιλόδοξων κύπριων λογοτεχνών και γενικά όψεις μιας κοινωνίας που μαστίζεται από υλική ευμάρεια και αρχοντοχωριατισμό. Κυρίως στα δύο αυτά σπαρταριστά διηγήματα ο Χρίστος Χατζήπαπας μπορεί να θεωρηθεί δίκαια άξιος συνεχιστής ανάλογων κορυφαίων διηγημάτων του Πάνου Ιωαννίδη.
Σε τέσσερα από τα πέντε διηγήματα που αποτελούν τη μεσαία ενότητα του βιβλίου, ιδίως στα πιο αξιόλογα «Εσύ, εγιώ τζι ο Θεός» και «Με τες φασαρίες» και λιγότερο στα «Ρίψασπις λέων» και «Επτά ραβδισμοί δι’ ελαφράς καλάμου», προσεγγίζονται και αποδίδονται με τολμηρό τρόπο, χωρίς στερεότυπα, όψεις και στιγμιότυπα για τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κυρίως με φόντο τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, αλλά και νωρίτερα, στα χρόνια του αγώνα της ΕΟΚΑ, ή και αργότερα. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να μιλήσει για βιαιοπραγίες Ελληνοκυπρίων σε βάρος Τουρκοκυπρίων (που καλύπτονταν επιμελώς και για πολλά χρόνια από την επίσημη Ιστορία) ή να αναπολήσει εικόνες ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες κοινότητες του νησιού.
Το «Εσύ, εγιώ τζι ο Θεός» βασίζεται σε πραγματική ιστορία· στην αποτρόπαια θανάτωση του νεαρού Τουρκοκύπριου Μουσταφά Αλί από Ελληνοκύπριο, ο οποίος καταδικάζεται «στο πυρ το εξώτερον» όχι μόνον από τον αρχιμανδρίτη αλλά και από κάθε αναγνώστη. Οι κατευθυνόμενες από την Άγκυρα και το Λονδίνο διακοινοτικές συγκρούσεις του 1958 και του 1963 δεν κλονίζουν το αίσθημα δικαίου και ανθρωπιάς που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες, έναν Τουρκοκύπριο και έναν Ελληνοκύπριο, στο διήγημα «Με τες φασαρίες...», που φυγαδεύουν και γλιτώνουν ο ένας τον άλλο από βέβαιο λιντσάρισμα από φανατισμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αντίστοιχα. Ειδικά τα παρακάτω λόγια, που ακούγονται από τον βασικό αυτοδιηγητικό αφηγητή του δεύτερου κειμένου («Τόσο μικρός ήταν ο τόπος μας και δε μας χωρούσε όλους; Έλληνες, Τούρκους;») απηχούν τους ανάλογους στίχους από την κορυφαία και προφητική «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι» του Παντελή Μηχανικού, που εκφέρονται μέσα από το αθώο βλέμμα και το βασανιστικό ερώτημα του αδικοσκοτωμένου παιδιού:
Ένα συσπασμένο πρόσωπο / κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη / ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης / για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά / ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.
Αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα τρία υπόλοιπα αφηγήματα της μεσαίας ενότητας («Ρίψασπις λέων», «Σε πορνείο της Λεμεσού» και «Επτά ραβδισμοί...»), στα οποία ο συγγραφέας τολμά να αγγίξει και να υπαινιχθεί, μέσα από απλές ιστορίες ή υποτυπώδη πλοκή και δράση, τις ιδεολογικές-πολιτικές ή άλλες περιπέτειες και μεταπτώσεις των ηρώων του και παράλληλα να αγγίξει ακανθώδη ζητήματα που παραπέμπουν στο ιστορικό πλαίσιο των πιο κρίσιμων χρόνων της σύγχρονης Κύπρου, από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ και τις διακοινοτικές ταραχές μέχρι το ιουλιανό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, κάποτε με ανοίγματα και στα πιο πρόσφατα χρόνια. Ειδικά στο «Ρίψασπις λέων» υποτυπώνεται η διάσπαση του εσωτερικού μετώπου και το κλίμα σκοταδισμού, κυρίως μετά την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β΄ και την επικράτηση του πραξικοπήματος, που οδήγησαν τον τόπο στην καταστροφή. Η διήγηση του κεντρικού ήρωα, που επίσης εμπλουτίζεται με αρκετούς κυπριακούς ιδιωματισμούς, καταλήγει με τα παρακάτω σαρκαστικά όσο και αληθινά λόγια: «Κανένας άλλος δεν αυτοκτόνησεν. Μόνον ο τόπος. Τζιαι πασκίζουμεν τώρα να τον αναστήσουμεν. Βάρ’ του ρίγανη».
Λίγα χρόνια ύστερα από το αξιόλογο διήγημα της Νόρας Νατζαριάν «Εντάξει, Ντέιζι, τέλειωνε» (δημοσιεύτηκε στο ένα και μοναδικό τεύχος του περ. Πρόζα, 2006), στο οποίο δίνεται μια ευαίσθητη προσέγγιση για τον κόσμο και τα προβλήματα των οικονομικών μεταναστών στην Κύπρο, ο Χρίστος Χαζήπαπας ξαναπιάνει το θέμα αυτό στα πέντε αφηγήματα της τρίτης και τελευταίας ενότητας του βιβλίου του. Ο συγγραφέας καταγγέλλει με σκληρή γλώσσα την οικονομική, σεξουαλική ή άλλη εκμετάλλευση και κακοποίηση εργατών και οικιακών βοηθών (κυρίως από τη Βουλγαρία), βασισμένος και σε πραγματικά γεγονότα. Σε τρία από τα αφηγήματα αυτά ο διηγηματογράφος προτιμά να παραθέσει, σχεδόν χρονικογραφικά, επιστολές με παράπονα καταπιεσμένων εργατών, που υποφέρουν στο εργασιακό τους περιβάλλον από επιτήδειους και ξιπασμένους εργοδότες. Κατά κανόνα δεσπόζει η γλώσσα της καταγγελίας, που μεθοδεύεται μέσα από τον λόγο και τις τραγικές ιστορίες καταπονεμένων ανθρώπων, που έρχονται στην ευημερούσα Κύπρο για να αναζητήσουν μιαν καλύτερη τύχη και υφίστανται, σε αρκετές περιπτώσεις, την εκμετάλλευση και τον εξευτελισμό. Μπορεί τα κείμενα της ενότητας αυτής να υστερούν σε τεχνικά ζητήματα (σε σχέση με τα καλύτερα της συλλογής), αλλά φαίνεται ότι ο συγγραφέας επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον λόγο της μαρτυρίας, για να δείξει και να καταγγείλει άμεσα, με απλές και υποτυπώδεις τεχνικές, τον θεσμό της «δουλείας» στη σύγχρονη Κύπρο.
Τελειώνοντας και συνοψίζοντας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Χρίστος Χατζήπαπας με το Ασταθές βήμα κάνει σταθερά βήματα προς τα εμπρός και δίνει ενδιαφέροντα, ευπρόσωπα και, στις καλύτερες περιπτώσεις, αξιόλογα και σημαντικά διηγήματα, εμπλουτίζοντας και προωθώντας το προγενέστερο διηγηματογραφικό του έργο. Αφενός εμπλουτίζει τη θεματική των προγενέστερων βιβλίων του με διηγήματα που περιλαμβάνονται και στις τρεις ενότητες της συλλογής (ιδίως με αυτά που αφορούν την παρακμή της ζωής και τον φόβο του θανάτου, τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τη στηλίτευση επίδοξων και μεγαλομανών συγγραφέων και την εκμετάλλευση οικονομικών μεταναστών)· αφετέρου, προωθεί τις αφηγηματικές τεχνικές του, τη σατιρική και χιουμοριστική γλώσσα ή την αξιοποίηση στοιχείων της ποίησης, τη λυρική υποβολή, την αφαιρετική και συμπυκνωμένη γραφή, αλλά και στοιχεία μιας νεότροπης αφήγησης. Η έκδοση είναι αρκετά καλαίσθητη, ωραία διακοσμημένη στο εξώφυλλο με ζωγραφικό πίνακα της Σοφίας Χατζήπαπα, αν και έπρεπε να αποδοθούν πιο ευδιάκριτα τα γράμματα στο εξώφυλλο και κυρίως να προσεχθούν μερικές «χτυπητές» τυπογραφικές αβλεψίες. Μακάρι το βιβλίο αυτό, όπως και η πρόσφατη αγγλική έκδοση επιλεγμένων διηγημάτων του Χρ. Χατζήπαπα (Like a Discus Thrower, εκδ. Αρμίδα, 2009), να φτάσουν στους επιθυμητούς αποδέκτες τους.

Περιοδικό «Κάπα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου