Το πρόβλημά του ήταν που κατάφερε πια να είναι κάπως ξεκομμένος από τα μαλακισμένα τεκταινόμενα των περιοίκων. Του κόσμου, γενικά, δηλαδή. Κι αυτό ήταν μέρος της ευτυχίας του. Πίστευε σε λιγότερα πράγματα απ’ όσα άλλοι, πίστευε σε άλλα, εν πολλοίς ανώφελα, και που οι γύρω του σνόμπαραν ή κυρίως αγνοούσαν. Κάκιζε, βεβαίως, τον εαυτό του που βαθμιαία γελούσε για λιγότερους λόγους, όντας μάλιστα ο ίδιος ανέκαθεν εμπειρικά και συνειδησιακά πεπεισμένος πως το γέλιο ζωογονεί. Μα και πάλι, πίστευε σταθερά πως το να ζεις, εξαντλεί τη δυνατότητα της ζωής, πως η ζωή κάνει κακό στην υγεία.
Άρτι αφυπηρετήσας, ζούσε σεμνά, σχεδόν μόνος, αν εξαιρέσεις μια έκφανση αλλιώτικη και μια ελπίδα, μαζί με τα βιβλία του στο υπνοδωμάτιο και το γραφείο του στο σπίτι, που κάποια παραπονιούνταν γιατί μένανε ακόμη ανέπαφα, αψηλάφητα, μόλο που τους το είχε υποσχεθεί άμα τη παραλαβή τους κάποτε, άμα τη αγορά τους, πως θα συναντηθούν εν ευθέτω χρόνω και θ’ αγγιχτούν και θα ψηλαφηθούν ως τους άρμοζε. Δεν πρόφταινε όμως, δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του κι ένιωθε ενοχές, κρύβοντας κάποια πίσω από άλλα, μην τον κοιτούν με το πρωινό ξύπνημα και του τύπτουν τη συνείδηση. Σ’ αυτή την ηλικία θα προτιμούσε να την έχει ήσυχη, να την καλοκρατεί. Να αισθάνεται ήρεμος και ιλαρός, όταν το γέλιο δεν του έβγαινε. Και του έλειπε. Έπρεπε να περπατά κιόλας, χάνοντας κάποιο δημιουργικό χρόνο, για να ξεγελά τα πόδια του σε μια αναμονή κάποιου φευγιού ή ερχομού ακόμη. Καθόλου όμως μοιρολατρικά. Δε θα ήθελε επ’ ουδενί να βρεθεί στη θέση εκείνου που, στον ύπνο του, μπροστά σε μια εφιαλτική απειλή, παλεύει εις μάτην να ανακτήσει δυνάμεις, να διαφύγει. Αυτό θα ’ταν το χειρότερο. Το αδιέξοδο τού να διαφύγει κανείς. Φύλαγε δηλαδή τα ρούχα του, παρότι κάπνιζε ακόμη κάποια τσιγαράκια, από μια αρχαία εφηβική συνήθεια καταστροφική, διακεκομμένη ενίοτε σε ευτυχείς εύδιες μέρες κι επανακάμπτουσα σε μέρες θλίψης, που πλήθαιναν όσο ο καιρός λεηλατούσε ανερώτητα στο πέρασμά του τα εναπομένοντα. Είχε ψυχίατρους φίλους, τουλάχιστον δύο πραγματικούς, αλλά ποτέ δε τους επισκέφτηκε στο ιατρείο, γιατί πίστευε κάπως στη θλίψη του• πως η λύπη είναι ένα ευγενικό αέριο που, διαχεόμενο μέσα στο τσούρμο της υπερφίαλης γύρω ευφορίας, τη συνεφέρνει. Μαζί με το κρασί, το κόκκινο κρασί. Το κρασί ενάντια στην ευωχία, ω αντίφαση! Του άρεσε όμως. Όπως στο τραγούδι:
Κάνε καρδιά μου υπομονή
ώσπου να ’ρθει η δύση,
και μες στο κόκκινο κρασί
η λύπη σου να σβήσει.
Αχ, η υπέροχη λύπη! Του άρεζαν όμως γενικά οι αντιφάσεις. Ξεχείλιζε δυο ποτηράκια, κάποτε τρία, υπερβαίνοντας οριακά τις ιατρικές συστάσεις. Σαν ιεροτελεστία, κάθε βράδυ. Το πρώτο το μοιραζόταν κάποτε με την κόρη του, που ερχόταν να επαναπατρίσει τον γιο της, τον μικρό Νέστορα, που τον παραλάμβανε αυτός στη μία από το νηπιαγωγείο. Τον τάιζε και τον κοίμιζε το μεσημέρι με παραμύθια δικής του επινόησης, όταν τα βιβλία αποτύγχαναν να μετακαλέσουν έγκαιρα τον Μορφέα να διεκπεραιώσει το έργο της σιέστας, που την είχαν και οι δύο ανάγκη. Τρεις φορές τη βδομάδα. Κάποτε και πιο πολλές, ανάλογα με την εκπεφρασμένη νοσταλγία αμφοτέρων. «Μου έλειψες, παππού», του έλεγε κι αυτό ήταν αρκετό.
Ξυπνούσε νωρίς. Άλλο ψέμα κι αυτό. Μιλάμε για τις επτά, επτάμιση, αφού πήγαινε για ύπνο συνήθως μετά τις μία. Αν του έδινε, βέβαια, την άδεια το βιβλίο που σερνόταν μαζί του στο κρεβάτι. Γιατί, με όσα βιβλία διάβαζε στο διπλανό γραφείο, οι σχέσεις τους ήταν τυπικές. Σχέσεις αλληλοσεβασμού. Ενώ τα πρώτα αποκτούσαν μια αυτοπεποίθηση και είχαν την τρυφερότητα ερωμένης, οπότε παραβίαζαν συχνά τα συμβατά. Του θύμιζε αυτή η κατάσταση ένα μουρλό αναγνώστη που, τελειώνοντας ενθουσιωδώς ένα βιβλίο αργά το βράδυ, έψαχνε τον συγγραφέα του, σε άλλη ήπειρο, ποιος ξέρει, σε ώρα ακατάλληλη πάντως, για να του πει: το γ... μόλις το βιβλίο σας. Υπονοώντας πως είχε κάνει έρωτα μαζί του, το ερωτεύτηκε, αλλά το έλεγε κάπως άγαρμπα μέσα στον ενθουσιασμό του. Ακόμη και οι ευγενικοί, λεπτοί άνθρωποι ξεπέφτουν κάποτε σε χοντράδες όταν γίνουν ένθεοι, σαν μαινάδες συμπεριφέρονται κάποιοι καλοί άνθρωποι, με το να τους δειχτεί ο Διόνυσος. Γίνονται Πάνες, κατά κάποιο τρόπο. Έτσι το εξήγησε και ο ίδιος ο αναγνώστης, επικρίνοντας τα εκφραστικά του μέσα της προηγούμενης νύχτας. Μα την επομένη περιέπεσε πάλι στο ίδιο ολίσθημα: το γάμησα μόλις το βιβλίο σας. Δικαιολογώντας το κιόλας πως τα πιο τρυφερά κατά τον οργασμό εκφράζονται με τα πιο χυδαία λόγια. Ευτυχώς όμως το διαδίκτυο τού έκοψε τη φόρα. Τεθνεώς ο συγγραφέας και τελών, φυσικά, εδώ και τρία χρόνια, μακράν παντός σαρκικού και, με τη στενότερη έννοια, πνευματικού. Όντας ο ίδιος πνεύμα πια. Αχ, αυτές οι αντιφάσεις! Κάποτε κιόλας, σαν γινόταν πολύ αργά, έτυχε να μετέρχεται μεθόδων όχι τόσο ευγενικών μαζί τους, γνωρίζοντας καλά την εκδίκηση των εραστών: πως η πιο γνήσια αγάπη μπορεί να μεταστραφεί σε αποστροφή και μίσος ακόμη. Απίστευτο, απίστευτο. Αντιφάσεις ζωής. Και μ’ αυτή τη σκέψη έμεινε μαζί του ώς τις τρεις το πρωί. Οπότε, βεβαίως, δύσκολο να κατεβεί στα υπόγεια του ύπνου.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βάζει το ραδιόφωνο. Προτιμά προγράμματα που δεν καθοδηγούνται από κάποιον παραγωγό που, για να σου παίξει ένα τραγούδι που να αξίζει, σου το βγάζει ξινό. Θα πρέπει να υποστείς χίλια δεινά και λαϊκισμούς, με τους απανταχού άυπνους ώς και με τους ομογενείς της Αυστραλίας, Βρετανίας και πάσης Ιουστινιανής. Αν και αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, και την κάνουν καλά, τρέφοντας τους νοσταλγούς με λίγη πατρίδα, που δεν υπάρχει πια όπως την ήξεραν. Προτιμά όμως τις εκπομπές που έχουν μια σταθερή ροή καλού ελληνικού τραγουδιού μέχρι τις 6.00 το πρωί, που θα ενσκήψουν πάλι οι πολιτικοί. Είναι η ώρα που κι ο ίδιος σηκώνεται να κατουρήσει, οπότε τραβάει το καζανάκι και συνεχίζει τον ύπνο του για λίγο ακόμη. Κάποτε, μάλιστα, έχει και χρόνο να τους ονειρευτεί, μέσα εκεί, φαντάσου, σαν τους τεσσαράκοντα μάρτυρες στην παγωμένη λίμνη, ερίζοντας ενίοτε, οι καημενούληδες, σε θολωμένα νερά. Κάποτε κιόλας νιώθει τύψεις για ένα τόσο βλάσφημο κι αν-ορθόδοξο όνειρο, αφού εκείνοι μαρτύρησαν για την πίστη, όπως αυτοί εδώ. Μολονότι, άσε, άσε! Όπως και να ’χει, η τοιχογραφία διατίθεται προς θέαση στον πρόναο της εκκλησούλας της Ασίνου. Αριστερά, λοξώς απέναντι από τους μικροαπατεώνες της εποχής, τους αμαρτωλούς της πεντάρας: τους παραυλακιστές, τους παραζυγιστές και τους παραμυλωνάδες, που τους κατατρών φίδια και ακοίμητα σκουλήκια. Κλείνοντας, όμως, το μάτι τα ιδιοτελή φίδια και σκουλήκια στους τραπεζίτες με τα ένοχα μπόνους και τα αξιόγραφά τους, που ακύρωσαν χιλιάδες ζωές καλών και εύπιστων ανθρώπων. Συνεργούντες, διαπλεκόμενοι ευγενικώς με τους ηγήτορες, πανηγήτορες, πανηγυριώτες.
Τελευταία όμως φοβάται αυτά τα πρωινά. Και δεν αφήνει το ράδιο να παίζει ανεξέλεγκτα, μην τον ξυπνήσουν πάλι τρομερές ειδήσεις. Το τελευταίο το εισέπραξε σαν βίτσιο από την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί. Ποτέ, μα ποτέ πια, Ελένη Βρεττού και Σωτηρούλα Χριστοφίδου από τις συχνότητες του ΡΙΚ, με τόσες εκρήξεις, που έφεραν στη ζωή τα πάνω κάτω. Θόλωσε το τοπίο μέσα του. Ένα Μαρί που προϋπήρχε μέσα στον καθένα, μέσα στον γενικό ωχαδερφισμό. Κι επισυμβαίνει σαν εκδίκηση σ’ ένα στρατόπεδο που φέρει το όνομα, καλέ, ενός μακαρίτη στρατηγού, που χάθηκε σε εθνική αποστολή. πολεμώντας ή μάλλον λαθροκυνηγώντας αγρινά τη νύχτα. Και καταπέφτει το έρμο το ελικόπτερό του. Μα τι εφιάλτης κι αυτός, τι ονειρωδυνία, που δεν μπόρεσε ποτέ να ερμηνεύσει με όρους λογικούς, από πού εφορμούσε τέτοια τρελή εκδοχή. Κι από δίπλα ένας άλλος αρχιστράτηγος, που φυγοδικεί σαν χεσμένο σκυλί, ο γενναίος..., να σου λάχει.
Κάπου εκεί στις στάχτες και τη χόβολη είχε χάσει και τη γυναίκα του. Μπορεί να ήταν, βέβαια, ως προπομπός η κατάθλιψή της, με εντελώς άλλα αίτια. Το είχε όμως ξεπεράσει, όταν το ωστικό κύμα εκείνης της συσσωρευμένης ηλιθιότητας ήρθε πάλι και της έσφιξε το λαρύγγι• κι ο καρκίνος από τα κακοήθη αέρια, τα δυο δίδυμα θύματα και το ανύπαρκτο πια πρόσωπο εκείνου του παιδιού, ποιος ξέρει, που τους έπεφτε μακρινός συγγενής• μόλις που θα τον είχαν δει δυο τρεις φορές, ζούσε σ’ άλλη πόλη. Και τώρα, στην αιωνιότητα ενός ήρωα, το αθώο κι ανίδεο πλάσμα. Άσε που της είχε κολλήσει πως επρόκειτο για δολιοφθορά από μελανοχίτωνες. Σίγουρα από κάτι ειδήσεις που ακούγονταν ατάκτως κείνες τις μέρες από τα ραδιόφωνα. Και το φώναζε σαν γεγονός επιβεβαιωμένο, ενώ οι γύρω την κοιτούσαν καχύποπτα. «Μα δεν τους βλέπετε;» έλεγε, δείχνοντάς τους αόριστα μέσα στο πλήθος που ζητούσε για μέρες πολλές την παραίτηση του Προέδρου, ο οποίος από την πλευρά του, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως...
Με τον ίδιο πάντως είχε συμβεί το αντίθετο. Δεν ήθελε πια να παρακολουθεί ειδήσεις. Κατάργησε την τηλεόραση, ήξερε καλά τα τσακάλια της ενημέρωσης, να μην ακούει κανένα τους. Καμιά είδηση δεν μπορούσε πια να του είναι ωφέλιμη.
Όπως εκείνο το πρωί που η είδηση για το «κούρεμα» της πατρίδας του στο Eurogroup τον άφησε άναυδο με τη βαναυσότητά της• αφού πάλι ο Πρόεδρος, o καινούργιος τώρα, παραλυμένος λες από νυγμό σκορπιού, δεν βρήκε το θάρρος να βγει, να πει μια συγγνώμη, όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα της Κολάσεως... Τον είχαν ξεγελάσει οι καλύτεροί του φίλοι.
Κατέπεσε στο κρεβάτι ή στο πάτωμα κι έμεινε ακίνητος ώρες, ώσπου το μυαλό του μίλησε κάποια στιγμή: Αυτοϋποβλήθηκε στο τεστ για εγκεφαλικό, είπε μια φράση – «Σ’ αγαπώ, Νεστοράκη» – σήκωσε το χέρι, ήπιε νερό, επομένως δεν ήταν αυτό που περιεργαζόταν ο αθεόφοβος φόβος του.
Αυθαίρετα, όμως, τις μέρες που ακολούθησαν, μιλούσαν μέσα του οι περιρρέουσες καταστάσεις σαν τρωκτικά. Μασουλούσαν το ταμείο προνοίας, το εφάπαξ του σε καταθέσεις, όλα όσα φύλαγε για τον υπέρτατο σκοπό, που είχε πάντα κι απαρασάλευτα σχέση με το εγγονάκι του... Για τον ίδιο, τη δική του ζωή, το δικό του τέλος, δεν λογάριαζε σχεδόν. Υγιής ένιωθε, κουτσά στραβά. Αυτό που του είχε γίνει έμμονη ταραχή, τρελά πράγματα, βέβαια, ήταν να εξασφαλίσει το μεγάλωμα, μα κυρίως τις σπουδές του Νέστορα. Λες και δεν είχε γονείς να τον φροντίσουν. Όσο κι αν ο πατέρας του είχε μείνει άνεργος εδώ και τρεις μήνες, κι μάνα του (η κόρη του) κρεμόταν από μια κλωστή. Κι είχαν ακόμη ένα παιδί. Στην αναμονή από μέρα σε μέρα. Κι αν πάθαινε κι ο ίδιος κάτι; Ανεδαφικά τρελά, όμως όλα μπορούν να συμβούν, η ζωή επιφυλάσσει τα ανάστροφά της, κι όταν ακόμη σου χαμογελά. Στην περίπτωση αυτή μάλλον έμοιαζε συνοφρυωμένη, μ’ ένα πανούργο γελάκι κάποτε, που του έβαζε ψύλλους στον κόρφο. Μπορούσε, δηλαδή, κι ο ίδιος να τα τίναζε στα καλά καθούμενα;
Μπρε, τι τον έπιανε τελευταία κι ονειρευόταν φέρετρα και σκάρωνε επικήδειους για τον εαυτό του, αφότου μεσολάβησε εκείνη η είδηση. Όλα κατέρρεαν, γιατί όχι κι ο ίδιος; Κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει στο πετσί του, μα κι ούτε δεχόταν να δώσει κάποια άφεση στα όνειρά του. Τα όνειρά του στη ζωή ήταν άλλα. Εντελώς άλλα απ’ αυτά που η νύχτα δολίως υπαγόρευε. Λες και δεν ήταν κι αυτή μέρος της ζωής, συλλογιζόταν κάποτε, αφού είναι περίπου το μισό της. Κι αν του λάχαινε κάτι, αν κλοτσούσε τη σίκλα, έλεγε κάποτε για πλάκα ένας συνάδελφος, χωρίς καν να το μυριστεί, παρά μονάχα την τελευταία, μη ανακλητή στιγμή, εκείνο το μοιραίο δευτερόλεπτο που το παίρνει κανείς απόφαση επιτέλους κι αναφωνεί: Οκέι, μάγκα μου, ώς εδώ ήταν. Από δω και μπρος δε θα ξέρω τίποτε, ο θάνατός μας δεν μας αφορά, δίδασκε στον κήπο του ο Επίκουρος. Τον ηρεμούσε κιόλας η σκέψη αυτή, ίσως επειδή ποτέ δεν συνάντησε αυτοπροσώπως εκείνον τον τύπο με… τη σίκλα. Μα και τώρα ακόμη εκείνο που τον τρώει και γεμίζει το ερωτηματολόγιό του με το γνωστό σημείο στίξης (;) είναι αν το Νεστοράκι θα τον θυμάται σαν σκιά, έστω, ύστερα από χρόνια. Τούτο του είχε κολλήσει προσφάτως. Τον βασάνιζε κιόλας στα σοβαρά.
Ο ίδιος θυμόταν από τον ένα παππού του μια σκηνή μονάχα: Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι του ισόγειου όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Θα πρέπει να ήταν στα τελευταία του, αν και εξακολουθούσε να έχει δυνατή φωνή, σχεδόν φωνακλάς και χωρατατζής, αλλά μπορεί όλα αυτά να ταίριαζαν σε διηγήσεις εκ των υστέρων. Η μάνα του αλλά κι ο πατέρας του είχαν φτιάξει προ πολλού κι αυτοί τη φωλίτσα τους στο επέκεινα, δεν μπορούσε να τους συμβουλευτεί πια, να του καθορίσουν ημερομηνίες και σημεία. Αναζήτησε όμως την ακριβή χρονολογία της αποδημίας του παππού από άλλες πηγές, γιατί πίστευε βαθιά πως θυμόταν αυτές τις σκηνές από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε για τον ίδιο έμφυτη εξυπνάδα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον ζέσταινε. Το θέμα ήταν αν το Νεστορούδι, το πιο καλό του φιλαράκι, θα τον θυμόταν ύστερα από τις πρώτες μέρες της απουσίας του. Κάποτε, σαν λάχαινε να μη βρεθούν δυο τρεις μέρες, του έλεγε: «Μου έλειψες, παππού». Κι αυτό τον έλιωνε. Όμως σαν θα περνούσαν μήνες, χρόνια, θα μπορούσε άραγε να τον θυμηθεί; Όπως και το φεγγάρι που μεγαλώνει κάθε μέρα τρώγοντας φως από την κρυψώνα του ήλιου κι από μια φετούλα καρπουζιού γίνεται, τέλος του μήνα, στρογγύλο. «Τι γίνεται, Νεστοράκι, αγάπη μου;» «Τρονκύλο, παππού». «Κι η τεχνητή βροχή, που ποτίζει το γκαζόν, τι είναι, Νέστορα;» «Α, δεν είναι πραγματική, δεν έρχεται από τα σύννεφα, είναι τεχνητή, τη φέρνει το ρεύμα», εννοώντας πάντα το καλώδιο στην πρίζα. «Κι αυτό που ανάβει και σβήνει στο απέναντι βουνό, τι είναι παππού;» Α, σ’ αυτό ζοριζόταν πολύ. Δεν έβρισκε τη νοηματική να του απαντήσει πως πρόκειται για τσίρκο, ένα βλακώδες πυροτέχνημα του εκδικητή, που είναι όσο λίγοι προσηλωμένος στα σύμβολα, κι αυτό μετράει την ωριμότητά του, κατά τον Μίλαν Κούντερα. Δεκαοκτώ γήπεδα κατεστραμμένου δάσους, ενώ εμείς του δίναμε μέχρι προχθές και ρεύμα από πάνω, για να το ανάβει κάθε βράδυ, να μας πικάρει. Τη μόνη λέξη που θα καταλάβαινε ήταν το ρεύμα, ένα μεγάλο καλώδιο, δηλαδή, που θα έπιανε από το σπίτι τους και θα πήγαινε ώς το απέναντι βουνό. Όπως όταν ανάβανε το ρεύμα, για να ξεκινήσει η χορτοκοπτική.
Τον βοηθούσε πολύ τον παππού στο κόψιμο του γρασιδιού. Γενικά τον βοηθούσε σ’ όλες τις δουλειές και στο τέλος τον ευχαριστούσε γι’ αυτό. Ποιος, ποιον: «Σ’ ευχαριστώ, παππού, που σε βοήθησα». Θα τα θυμόταν όλ’ αυτά το Νεστοράκι; Ή θα έσβηναν διά παντός από τη μωρουδίστική του μνήμη, σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Οπότε, τι μεταφέρεται από την αγάπη; Τίποτε; Ή, κάτι από αυτά μπορεί να μεταγγιστεί σαν αίσθηση συμπυκνωμένη σε ερυθρό αιμοσφαίριο, χρωμόσωμα ή ένα μικρό νευρώνα στο μυαλουδάκι του; Μόλις ανακλητό κι ανεπαίσθητο, μια αναλαμπή αγάπης και καλοσύνης στη μετέπειτα ζωή του που πήρε κι έδωσε σ’ ανυποψίαστο χρόνο το μικρό αυτό πλασματάκι; Όμως ήταν μόλις τριάμισι, τίποτε δεν θα θυμόταν, τίποτα.
Αυτά φούσκωναν το μυαλό του ύπνου του συχνά τα βράδια. Τα ποτηράκια του κρασιού γίνανε τέσσερα και πέντε, τα τσιγαράκια του ακουμπούσαν πια πακέτο. Το πρωί δεν σηκωνόταν πριν τις δέκα, ενώ θα ήθελε ακόμη να κοιμηθεί, μια κοίμηση αορίστου χρόνου. Τα βιβλία τον κοιτούσαν από τα ράφια, τον μέμφονταν για την αδιαφορία του.
Ποια αδιαφορία! Αυτός ετοίμαζε πυρετωδώς επιστολές, στον κύριο Στουρνάρα, τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας, όπου του επεσήμαινε την απληστία του, του υπενθύμιζε ακόμη και την άλλη καταστροφή από το «εθνικό κέντρο», προ σαραντακονταετίας, επί χούντας έστω. Και στον Προβόπουλο, λέει, για την αναλγησία του προς τις τράπεζες της Κύπρου, που τις καταβρόχθισαν σαν λύκοι εν μια νυκτί. Να γίνεται, δηλαδή, ο ίδιος τώρα προασπιστής των τραπεζών.
Και να γράφει ακόμη σ’ εκείνο τον θεομπαίχτη, τον θαυματοπώλη, του μοναστηριού Βατοπε(αι)δίου, που δεν μας εξήγησε ακόμη την ετυμολογία του ονόματος, αν πρόκειται, δηλαδή, για βάτων πεδίο ή βαίνοντες επί παίδων, κι είχανε πέσει, λέει, όλοι τους συλλήβδην πάνω στις Τράπεζές μας, μαύρα κοράκια / με νύχια γαμψά, κατά που έλεγε εκείνο το τραγούδι. Έγραφε ακόμη στον κύριο Σόιμπλε, τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας και του τα ’χωνε με τον πιο ανάρμοστο τρόπο: πως το κόμπλεξ της αναπηρικής καρέκλας και της πιθανής καταγωγής του από τους ναζί δεν του έδιναν περιθώρια να δεχτεί πως ένας μικρός λαός μπορούσε να ευημερεί. Ακόμη και στον άλλο, που επίσης διόρισαν οι Γερμανοί στο Γιούροκρουπ, που μπέρδευε, αλήθεια, το όνομά του. Τον προσφωνούσε «κύριε Ντίσελντορφ» αντί Ντάϊσελμπλουμ ή πώς διάβολο λεγόταν. Ένας νεαρός διάβολος, με μαύρα μαλλιά σάτυρου. Του έλεγε πως τα ρυπαρότερα πλυντήρια εμφιλοχωρούν στη χώρα του αλλά και στη Φρανκφούρτη που τον διόρισε. Αν και εν προκειμένω έκανε, αλήθεια, μια παραδοχή υποψίας πως στο παρελθόν κι ένας δικός μας, περιωπής, είχε εγκαταστήσει στο δικηγορικό του γραφείο ένα μικρό πλυντήριο γιουγκοσλαβικό, αλλά περασμένα ξεχασμένα αυτά… Ούτε αυτός βγήκε να πει μια συγγνώμη... Αυτός κι αν δεν είπε κάτι τέτοιο ποτέ του. Πρόεδρος κι αυτός, να σου λάχει, προφερόταν σιωπηλά τ’ όνομά του μέσα στις φωνασκίες της γυναίκας του.
Το πρωί έβρισκε τα γράμματα η κόρη του και τα κατάχωνε σ’ ένα ράφι, δεν τα έκαιγε, όχι, μπορεί και να τα ζητούσε κάποια στιγμή να τα ταχυδρομήσει και δεν ήθελε να τον πληγώσει.
Σιγά σιγά αραίωσαν και οι επισκέψεις του Νέστορα, ήταν μια απουσία που την είχε νιώσει, δεν τη συνειδητοποιούσε όμως πλήρως. Η δικαιολογία ήταν πως μπορούσε τώρα κι ο πατέρας του να τον παίρνει από το νηπιαγωγείο, αφού δεν έχει και τι να κάνει, έτσι κι αλλιώς. Όμως η έλλειψη κυκλοφορούσε στο κορμί του σαν λύπη, μόλυνε το σώμα του σαν δηλητήριο, ξυπνούσε εν μέσω νυκτός με αφόρητες κράμπες και σκεφτόταν πως φάρμακο σ’ όλα αυτά ήταν να σωθούν οι τράπεζες, ακόμη και τα εκατομμύρια του κλέψαντος τον κλέψαντα, πάση θυσία να διασωθούν οι τράπεζες. Η μαγική πανάκεια για επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως λέγανε οι ιθύνοντες. Οπότε όλα θα επέστρεφαν στον κανονικό τους ρυθμό. Όπως τότε με τον μέγα Ηγεμόνα το ’74, που τον περίμεναν να επιστρέψει μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, να αναστήσει έξι χιλιάδες νεκρούς της εισβολής, να φέρει πίσω τους αγνοούμενους και να πάρει τους πρόσφυγες στα σπίτια τους. Το ίδιο και τούτοι δω, θα κούρευαν ξανά το λίγο γρασίδι στην αυλή, που είχε αφεθεί κι αυτό στη λύπη και το μαρασμό. Το ίδιο και με το «ρεύμα», που θα ξαναπήγαινε απέναντι στη σημαία της κατοχής και που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να το διακόψουν από το σπίτι του με τον Νέστορα. Γενικά όλα θα επανέρχονταν στο ρυθμό τους, φτάνει να ορθοποδούσαν οι τράπεζες, φτάνει και οι καλοί τραπεζίτες να επέστρεφαν έστω μέρος των κλοπιμαίων. Λίγα έστω, μην φτωχύνουν κι αυτοί και τους στρίψει και το ρίξουν στο κρασί και στα βιβλία και τους απαγορευτεί η πρόσβαση στα εγγονάκια τους. Μόλο που μόνο αυτό τους άξιζε. Όμως τίποτε δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα σχετικά με τη σωτηρία των τραπεζών, αφού επώνυμοι και ανώνυμοι, με προεξάρχοντες την καλή πάστα πολιτών και πολιτικών, είχαν έγκαιρα προνοήσει να φυγαδεύσουν τα ψιλά τους. Ενώ, χωρίς την ανθοφορία των τραπεζών, ήταν κι οι δικές του μέρες μετρημένες. Τι θα έκανε χωρίς τις εύρωστες τράπεζες, που μέχρι πρότινος είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους στη μισή υφήλιο;
Γι’ αυτό έτρεξε σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο κι έκοψε αεροπορικό εισιτήριο για Ιαπωνία. Στην αρχή το παζάρεψε αρκετά, αφού είχε ανά χείρας το εισιτήριο που είχε αγοράσει κάποτε η γυναίκα του και είχε μείνει αναξιοποίητο λόγω εκείνης της αρρώστιας. Πώς το είχε ανακαλύψει ούτε ο ίδιος ξέρει. Απλώς ένα πρωί το είχε δει να μπερδεύεται στα πόδια του, στο χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι του. Τελικά δεν το δέχτηκαν, του έκαναν όμως μια μικρή έκπτωση, που μάλλον οφειλόταν στην πτώση των τιμών γενικά. Θα πήγαινε στα άλλα του εγγονάκια, από τον γιο. Δεν τα είχε δει από τότε. Πριν τρία χρόνια, όταν για τελευταία φορά ο γιος του, μετά από επιτυχημένη καριέρα επιστήμονα στο εξωτερικό, δοκίμασε να ριζώσει στον τόπο του. Στο Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας, όπου είχε υποβάλει ένα σχέδιο για την Πάρκινσον, είχε βαθμολογηθεί με 99.6 και περίμενε εσαεί στα επιλαχόντα. Στο περίμενε κι από το Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου είχε υποβάλει αίτηση για μια θέση ακριβώς στα μέτρα του. Φευ, όμως, η κλίκα! Οι κλίκες! Ούτε που του απάντησαν. Αντίθετα με ό,τι συνέβηκε στη Νεφερτίτη, την κόρη του. Που της απάντησαν πως πήραν κάποιον άλλον που υστερούσε σε προσόντα, αλλά τον προτίμησαν. Η επιστολή είναι εκεί.
Η πρόταση από την Ιαπωνία ήρθε όταν ακόμη δούλευε πάνω σ’ ένα grant, ευρωπαϊκό, εξ αφορμής του οποίου είχε λάβει μέρος εκεί σε δύο συνέδρια. Διδάσκει τώρα στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα, δουλεύει πάνω «στον πόνο που εξακολουθούν να έχουν ελλείποντα μέλη του σώματος». Τα δυο παιδάκια του κάνουν σκι στη χώρα του χιονιού, δείχνει μια φωτογραφία, που τελευταία αγνοείται κι αυτή. Κάπου θα τη φύλαξε, από τον εαυτό του...
Η κόρη του ανακάλυψε τυχαία το εισιτήριο. Τίποτα δεν της είχε αναφέρει. Προορισμός άλλα αντ’ άλλων. Αναφερόταν η πόλη Σαπόρο ή κάτι τέτοιο, όπου είχε πρωτοπάει ο γιος του, και θα πήγαινε κι η γυναίκα του, αν δεν συνέβαινε το μοιραίο. Εξακόσια τόσα χιλιόμετρα από την Οσάκα.
Την άλλη μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι, όπως δεν είχε χτυπήσει εδώ και καιρό• παρά μόνο με το εγγονάκι του, που πιο παλιά ανέβαινε σε μια γλάστρα και το πατούσε για ν’ ακούσει και να μιμηθεί το «ντιν-ντον». Αλλά κι αυτό είχε περάσει και σβήσει, ακόμη και σαν ανάμνηση. Τώρα το θυμήθηκε. Ήταν όμως ο Θεριστής, ο φίλος του ο ψυχίατρος, που ζούσε σε άλλη πόλη, αλλά μιας και ήρθε σήμερα στη Λευκωσία, πέρασε κι από δω, να τον δει. Περίεργο. Επειδή κι αυτόν οι άρρωστοι τον περικύκλωναν επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό και δύσκολα έβρισκε διόδους διαφυγής.
«Όμως, εξακολουθώ να είμαι φίλος» είπε, μαντεύοντας τη σκέψη του.
«Εξέτασέ με, λοιπόν, Θεριστή!».
«Δεν θα σου πω ψέμα. Ανησύχησε κι Νεφερτίτη, δεν μπορείς να θέλεις να πας στην Οσάκα και να κόβεις εισιτήριο για Σαπόρο. Γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει;» Ο γιατρός πάντα με τα αστεία του, που τα απολάμβανε ανέκαθεν ο φίλος του. Πάντα μ’ ένα ανέκδοτο στο στόμα, λες και δεν συνάντησε τον πόνο ποτέ του αυτός ο άνθρωπος.
«Τότε μαζέψτε κι όσους μας έλεγαν πως το κούρεμα είναι μια ανοησία που δεν μπορεί να εφαρμοστεί, και την άλλη μέρα μάς το σερβίρισαν υπογραμμένο από τους ίδιους».
«Αυτά είναι θέματα υψηλής πολιτικής και απατεωνιάς. Όμως αυτό τέλειωσε πια, είναι ένα δεδομένο που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Ου μπλέξεις μ’ αυτά τα κοράκια με νύχια γαμψά... Θυμάσαι που το τραγουδούσαμε κάποτε;» Και γέλασε πάλι, σχεδόν καγχαστικά.
«Οι τράπεζες όμως πρέπει να διασωθούν, γιατί, αν όχι, συμπαρασέρνουν κι εμάς μαζί. Θα μείνουμε όλοι άνεργοι, θα κλείσουν κι άλλες επιχειρήσεις, θα πετάξουν κόσμο από τα σπίτια του, θα τον ρίξουν στη φυλακή, σαν δεν μπορεί να πληρώσει...». Είχε κι άλλες να του αριθμήσει από τις δέκα πληγές του Φαραώ, αλλά ένιωσε πως κι ο ίδιος εξαντλούνταν πληγιασμένος.
«Από πότε εσύ, ένας σοσιαλιστής, μου έγινες υπέρμαχος των τραπεζών; Ποιον νομίζεις ότι δουλεύεις; Απλώς πρέπει να διαπλάσεις ξανά την πραγματικότητα, να αλλάξεις φακούς, να ξαναβρείς, δηλαδή, τους παλιούς».
«Οι παλιοί σε τι με βοήθησαν;»
«Τώρα χρειάζεσαι λίγη σεροτονίνη, να βλέπεις τα πράγματα κάπως πιο αισιόδοξα».
«Έχεις το φάρμακο; Εννοώ μαζί σου; Τώρα!»
«Έχω κάτι. Όμως, χωρίς αλκοόλ! Και σε δέκα μέρες θα είσαι περδίκι».
«Θα μπορώ να πετάξω μέχρι Ιαπωνία, λες…».
Το εισιτήριο έμεινε ανοικτό προς χρήση. Από κάποιον άλλον επιβάτη μελλοντικά…